Γιάννης Βεσλεμές, Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο:
«Μια ταινία οικογενειακού τρόμου για όλη την οικογένεια, μια ταινία αντί-επιστημονικής φαντασίας και σινεμασόκ»
Η φράση στον τίτλο μένει σκόπιμα μετέωρη;
Ναι, ολοκληρώνεται προς το τέλος της ταινίας. Πρόκειται για μια διαπίστωση του Σκαντζόχοιρου, του πρωταγωνιστή (Πάνος Παπαδόπουλος). Δε σημαίνει απαραίτητα ότι αποτυπώνει την αλήθεια. Σε αυτή τη ταινία ακολουθούμε τους ήρωες ακόμα και στα λάθη τους.
Τρία αδέρφια, μια μηχανή χρόνου και μερικά παραισθησιογόνα είναι αρκετά για να φέρουν μια νεκρή μητέρα πίσω;
Είναι πολλά τα παραισθησιογόνα... άλλα μάλλον όχι. Η μητέρα είναι ένα φάντασμα που τους έχει στοιχειώσει. Από την παραίσθηση κάποια στιγμή ξεφεύγεις, από το στοίχειωμα όχι.
Στην νέα σου ταινία τρεις νέοι προσπαθούν να κατασκευάσουν μια μηχανή χρόνου για να επαναφέρουν την μητέρα τους στη ζωή. Μπορεί το πένθος να είναι πηγή έμπνευσης, διαλογισμού και ψυχανάλυσης;
Το πένθος σε παραλύει. Δε ξέρω αν είναι πηγή έμπνευσης. Καθώς ξεπερνάς (αν την ξεπερνάς ποτέ στα αλήθεια) αυτή τη φάση, ενδεχομένως νιώθεις πιο δυνατός, άρα και πιο δημιουργικός -βλέπεις της ζωής το ευρύτερο φάσμα. Η ζωή συνεχίζεται και εσύ είσαι στη μεριά των ζωντανών. Ευτυχισμένος είσαι; Δεν είμαι σίγουρος.
Ποιος ο ρόλος του πατέρα σε αυτό το ψυχεδελικό παραμύθι;
Λογαριάζω και αποδομώ όσο μπορώ αυτά τα ψυχαναλυτικά αρχέτυπα. Προσπαθώ να το κάνω με χιούμορ και με αγάπη. Οι ξένοι θεατές βλέπουν στον ήρωα τον Οιδίποδα. Γιατί όχι. Εγώ έχω άλλες προσλαμβάνουσες, άλλα οι ταινίες είναι πηλός στα χέρια του κάθε θεατή. Η ελληνική μυθολογία με το δυτικό παραμύθι (εκεί που οι καλικάντζαροι λέγονται goblins) και όλη η επιρροή του σινεμά είδους φτιάχνουν κάτι απ’ τα Λουλούδια. Ο πατέρας παρουσιάζεται αρχικά σαν ο ανυπόμονος και πιεστικός εργοδότης. Όταν εμφανίζεται τελικά στη ταινία δεν είναι το τέρας που τα αδέρφια παρουσίαζαν. Όταν τα πράγματα εκτροχιαστούν, ο πατέρας παίρνει τη μορφή που οι γιοι του τού δίνουν. Μια όχι και τόσο κολακευτική μορφή.
Οι ήρωες σου βρίσκονται με το ένα πόδι εντός και το άλλο εκτός πραγματικότητας. Τι συναντούν εκτός πραγματικότητας;
Έχω βρει, από αρκετά μικρός, έναν μηχανισμό θέασης των ταινιών και αυτό έχει απενοχοποιήσει την απόλαυση από την τυραννία της σκέψης. Ό,τι βλέπουμε σε μια ταινία είναι αληθινό. Ό,τι βιώνουν οι ήρωες είναι αληθινό. Και αν αφήγηση γίνεται μέσα από αυτούς (όπως στη δική μας περίπτωση) η πραγματικότητα είναι αυτό που αντικρύζουν καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Για αυτό δε ξεχωρίζει στην ταινία οπτικά αυτό που λέμε πραγματικότητα, από την παραίσθηση, το όνειρο, τη φαντασίωση.
Το απόκοσμο φέρνει και το γκροτέσκο. Υπάρχει αυτό το στοιχείο στην ταινία;
Το γκροτέσκο υπάρχει και στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων. Αποκομμένοι από τα συναισθήματα τους και περιχαρακωμένοι στο παιδικό του σπίτι σχεδόν αδημονούν να έρθουν αντιμέτωποι με τις όψεις του «κακού». Τα τέρατα τουλάχιστον είναι ικανά να σπάσουν -έστω για λίγο- τη λούπα, τη ρουτίνα τους.
Μήπως πίσω από αυτό υπάρχει η πρόθεση να χαλαρώσεις ή να υπονομεύσεις αν θες κάπως το συναισθηματικό στοιχείο;
Ακολουθώ τους ήρωες. Όταν τα συναισθήματα τους είναι παγωμένα οφείλω να τα σεβαστώ. Τις λίγες φορές που λυγίζουν και βγαίνουν από το ρόλο τους (της σταυροφορίας της επιστροφής της νεκρής μητέρας) τους ακολουθώ κι εγώ, αφήνω λίγο συναίσθημα να ξεφύγει. Τσάμπα είναι!
Τέλη ‘70s, αρχές ‘80s σε μια παρηκμασμένη βίλα σε κάποιο προάστιο της Αθήνας μπορεί ένα πείραμα να ταρακουνήσει την ελληνική οικογένεια;
Γενικά δε κουνάω το δάχτυλο. Εδώ είναι μια αληθινή συνθήκη, οκ καμουφλαρισμένη σαν ταινία φαντασίας. Αλλά παραμένει μια ιστορία απέναντι στην όχι και τόσο ενορχηστρωμένη αγάπη/ασφυξία της (ελληνικής) οικογένειας. Συμβαίνει και τώρα, σε μας πολύ, στις χώρες του Νότου περισσότερο, αλλά και γενικότερα στον κόσμο, σε Ανατολή και Δύση, σε διάφορες παραλλαγές. Δε μπορώ και δε προσπαθώ να προτείνω κάποια λύση. «Το πείραμα τελείωσε» λένε και ξαναλένε οι πρωταγωνιστές από την αρχή μέχρι το τέλος. Το πείραμα δε τελειώνει ποτέ λέω εγώ.
«Κανείς δεν φεύγει ποτέ από το σπίτι του»: Κατάρα ή παρηγοριά στον σύγχρονο άγριο κόσμο;
Έλα μου ντε. Μου πήρε 7 χρόνια να ολοκληρώσω αυτή τη ταινία και δε μπορώ να σου το απαντήσω ακόμα.
Weird sex, ναρκωτικά, νεανικοί πειραματισμοί, οικογένεια. Ποιο το πιο παθογόνο κατά την άποψη σου;
Η ταινία δεν ηθικολογεί. Ακόμα και όταν οι ήρωες φτάνουν στα όρια της απόλαυσης τους. Ταξίδεψα πολύ με την ταινία και ταξιδεύω ακόμα. Συναντώ ανθρώπους που την αγαπούν, που νιώθουν ότι μιλάει σε κάτι μέσα τους. Συναντώ και άλλους που σοκάρονται, που ενοχλούνται, που νιώθουν ότι επιτίθεται σε κάτι μέσα τους. Όλα ευπρόσδεκτα είναι. Δε θέλω να παίξω το παιχνίδι της πρόκλησης, αλλά είμαι 46 χρονών, οφείλω να κάνω αυτά που νιώθω, να μην αυτολογοκρίνομαι, να συνεχίζω σ’αυτόν τον γαμημένο δρόμο όσο δύσκολο και να’ ναι.
Θα μείνεις για πάντα πιστός στο weird, το σουρεαλιστικό και το sci fi στοιχείο ή θεωρείς ότι κάποια στιγμή θα μπορούσες να κάνεις μια ταινία τόσο ρεαλιστική όσο το Marriage Story του Noah Baumbach;
Δεν είναι επιλογή μου. Από τα 15 (ή πιο επαγγελματικά από τα 18) μου κάνω ταινίες και πάντα έτσι ήταν τα πράγματα. Ο ενήλικος κόσμος ήρθε και έκατσε πάνω σε αυτά που βασάνιζαν την εφηβική σκέψη μου. Ναι, ετοιμάζω μια ταινία για τον έρωτα δυο νέων ανθρώπων, πέρα από κάθε όριο . Εξελίσσεται, όμως, το 1901 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού από τη γη στο φεγγάρι. Θέλω να πω ρεαλισμός είναι και αυτό, από τη στιγμή που έχει να κάνει με συναισθήματα δικά μας αληθινά.
Μου είχες πει ότι αυτή η ταινία θα ήθελες κάπως να θυμίζει τις παιδικές ταινίες των ’80s με τις οποίες μεγάλωσες, τουλάχιστον να φέρνει αυτήν την παιδικότητα. Εγώ θεωρώ ότι το κατάφερες, γιατί πριν λίγες μέρες έβλεπα το trailer της ταινίας και τα δευτερόλεπτα που πέρασε η κόρη μου από πίσω μου με ρώτησε αν αυτό που βλέπω είναι το νέο trailer του Stranger Things. Εσύ θεωρείς ότι το κατάφερες;
Είναι τόσο δύσκολο στις μέρες μας να βάζεις στην ίδια φράση τις λέξεις παιδική ταινία, ναρκωτικά, παράξενο σεξ, φόνοι και τέρατα. Αλλά ναι αυτό μάλλον έκανα. Μια παιδική ταινία για ενήλικες. Γιατί αυτά τα αδέρφια έχουν μείνει εκεί. Δεν έχουν ενηλικιωθεί ποτέ στα αλήθεια. Όλοι οι ενήλικες που παίζουν, επίσης, έχουν μια παιδικότητα στη κοψιά και στο βλέμμα, ακόμα και ο πατέρας (Dominique Pinon). Η μητέρα (Αλεξία Καλτσίκη) μόνο μέσα στην αυστηρότητα της, υπενθυμίζει το πραγματικό πρόσωπο του ενήλικα.
Mario Bava, John Dante και Jean-Pierre Jeunet στο blender έγραψαν κάποιοι, αν λάβουμε υπόψη τη χρωματική παλέτα, την ιστορία, το παραμύθι. Ναι ή όχι;
Ναι, γιατί όχι . Ήταν όλοι τους παιδιά μου!
Είναι το «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο» ένας στοχασμός πάνω στον πόνο, τη θλίψη, τον θάνατο, την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή είναι απλώς μία αφήγηση μιας αργής ενηλικίωσης κι ένα acid trip μιας ομάδας νέων;
Είναι όλα αυτά που εσύ βλέπεις στο σώμα της ταινίας ή αντανακλάς πάνω στο δικό σου σώμα και στη δική σου επιθυμία και σκέψη. Τα Λουλούδια παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά και ταυτόχρονα -ακόμα και στη διάρκεια της ίδιας σκηνής- τον υπονομεύουν. Τα σημαντικά καταλαμβάνουν τον ίδιο χώρο με τα ασήμαντα. Τα πολύτιμα αξίζουν όσο και τα ευτελή. Έτσι γίνεται στη ζωή, έτσι και στο σινεμά (μου).
Πριν δύο χρόνια στο podcast που κάναμε μαζί μου είχες εκφράσει την επιθυμία σου σε αυτή την ταινία να κάνεις τα πράγματα διαφορετικά από την «Νορβηγία». Το κατάφερες;
Ναι, τότε είχε μόλις τελειώσει το γύρισμα των Λουλουδιών. Η ταινία όσον αφορά το εξωτερικό (φεστιβάλ, πωλήσεις) τα έχει πάει ήδη καλύτερα. Το αν θα βρει το κοινό της εδώ σιγά σιγά ή γρήγορα δεν το ξέρω. Ξέρω ότι πρόσφατα η Νορβηγία έζησε μια δεύτερη ζωή μέσω της αμερικάνικης διανομής της Terrorvision/Vinegar Syndrome. Αυτό σημαίνει ότι οι ταινίες μπορεί να μη ζήσουν για πάντα, σίγουρα θα ζήσουν παραπάνω από μας. Τώρα αν με ρωτάς για τη δημιουργία των Λουλουδιών. Αν έκανα τα πράγματα διαφορετικά, η απάντηση είναι ναι. Είναι η πρώτη φορά που νοιώθω ότι έκανα τα πράγματα όπως τα ήθελα και ευχαριστώ όλους όσοι με βοήθησαν σε αυτό. Την κάνει καλύτερη ταινία από τη Νορβηγία; Δεν ξέρω. Είναι σαν ρωτάς ποια είναι η καλύτερη ηλικία, τα 35 ή τα 45.
Στο φεστιβάλ της Tribeca πώς βρέθηκες; Ποια η εμπειρία σου και ποια η αποδοχή του δικού σου τρόπου να κάνεις σινεμά εκεί;
Στη Tribeca συμμετείχα σε ένα νέο πρόγραμμα του φεστιβάλ, αδερφάκι του Midnight τμήματος. Στο Escape from Tribeca λοιπόν παρουσιάζονται νέες ταινίες, τολμηρές και αταξινόμητες παρέα με παλιές «χαμένες» ταινίες. Ο τρόμος συναντά τις ασιατικές πολεμικές τέχνες, ανακατεύεται με το πειραματικό σινεμά και την επιστημονική φαντασία ή ιδιοσυγκρασιακά ντεμπούτα καταξιωμένων σκηνοθετών. Για παράδειγμα στο ίδιο τμήμα φέτος προβλήθηκε -παρουσία του- το Sugarland Express (1974) του Σπίλμπεργκ. Προφανώς αυτή θα είναι η πρώτη και η τελευταία φορά στη ζωή που οι ταινίες μας θα βρεθούν σε ένα κοινό πρόγραμμα. Μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση μιας και τα Λουλούδια του χρωστάνε πολλά, ακόμα και αν μοιάζουν με μια αντεστραμμένη εκδοχή, μια παράφραση του ουμανιστικού σινεμά του. Στη Νέα Υόρκη όπως και στα περισσότερα αμερικάνικα φεστιβάλ που έχω επισκεφθεί με τις ταινίες μου υπάρχει ένας ενθουσιασμός για το φανταστικό, διαφορετικός από ό,τι συναντώ στην Ευρώπη. Ενδεχομένως νιώθουν (πιο) άνετα με το σινεμά του φανταστικού και είναι δεκτικοί στην αποδόμηση του, πέρα από το μήνυμα, το νόημα ή την ηθική των εικόνων, λέξεις και έννοιες που συνήθως απεχθάνομαι.
Μιλάμε για μια ταινία που σίγουρα εντάσσεται στο body horror με κάποια στοιχεία από ταινίες giallo; Δεν έχει φόνο, έχει όμως σεξ, στοιχεία θρίλερ, υπερφυσικά και αντίστοιχη ατμόσφαιρα. Δίπλα σε αυτά βέβαια το κωμικό στοιχείο, το παραμυθικό, το ποιητικό. Εσύ πώς θα χαρακτήριζες την νέα σου ταινία;
Φόνους έχει. Δυο, μπορεί και τρεις... Δεν αναγνωρίζω την πολύ μοδάτη ταμπέλα του body horror. Ναι, λατρεύω τον Κρόνενμπεργκ, τα ιταλικά giallo, αλλά και τον Μπέργκμαν, τον Φελίνι, τον Αντονιόνι. Το σινεμά είναι ένα. Και το καλό και το κακό με ευχαριστεί εξίσου. Η ταινία θα μπορούσε να είναι μια ταινία οικογενειακού τρόμου για όλη την οικογένεια, μια ταινία αντί-επιστημονικής φαντασίας και σινεμασόκ που έλεγε ο κυρ Νίκος, μια ταινία για μένα, τους φίλους μου, τις οικογένειες μας, αλλά και τίποτα από όλα αυτά. Σημασία έχει ότι έγινε με πολύ αγάπη και προσήλωση για τουλάχιστον μια επταετία.
Το ΑΣΤΟΡ είναι ένα από τα παλιά σινεμά του κέντρου που επιβιώνει κι έχουμε συνδέσει με εσένα, τον Βούλγαρη και άλλους πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες της γενιάς μας, καθώς επίσης και ταινίες κλασικές και σινεφίλ της νιότης μας. Είναι ένα από τους λόγους για την αποκλειστική διανομή;
Εγώ ζήτησα αποκλειστική διανομή σε μια αίθουσα στο κέντρο της Αθήνας, όπως και παλιότερα με τη Νορβηγία στον αγαπημένο Άστυ. Το Άστορ τώρα είναι το ιδανικό σπίτι για αυτή τη ταινία. Εδώ έχουν παιχτεί οι δυο πιο αγαπημένες ταινίες μου από φίλους συναδέλφους της γενιάς μου, το Cosmic Candy της Ρηνιώς Δραγασάκη και Το Νήμα του Αλέξανδρου Βούλγαρη. Εδώ στεγάστηκε για πέντε χρόνια Η Χαμένη Λεωφόρους του Ελληνικού Σινεμά που με τα χρόνια το νιώθω ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω αναμιχθεί. Στο Άστορ περνάω τα πιο ωραία απογεύματα βλέποντας ταινίες και πίνοντας τσάι. Εδώ είμαστε για τώρα.
Σε μια εποχή που οι περισσότερες ταινίες ξεπερνούν το δίωρο σε διάρκεια, καταφέρνεις και πλάθεις μία ιστορία 86 λεπτών. Υπήρξε κάποια συνειδητή προσπάθεια για αυτό ή προέκυψε τυχαία;
Η ταινία είναι μικρή αλλά ήσυχη (σε ένα μεγάλο μέρος της). Φορτωμένη με ουσίες -υπαρκτές και μη- σε στιγμές, όμως, της λείπει η αδρεναλίνη. Αγαπώ αυτόν τον ρυθμό, ας τον πούμε υπνωτιστικό για να συνεννοηθούμε και καλώ τους θεατές να αφεθούν σε αυτόν, να χάσουν λίγο την αίσθηση του χρόνου (αν τα’χω καταφέρει κάπως) και να επιστρέψουν στην τελική πίσω στις ζωές τους. Δε θα χάσουν και τίποτα, μόνο 86 λεπτά από την καθημερινότητα τους.
Τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στην ταινία, οι υπολογιστές, η ταπετσαρία στην ντουλάπα, τα καλώδια, μας ταξιδεύουν σε έναν αναλογικό κόσμο, θεωρούνται κάπως ρετρό και σίγουρα σε συνδυασμό με το παλιό αρχοντικό στήνουν ένα σκηνικό που θα μπορούσες να συναντήσεις σε ένα video clip των ‘80s, ίσως και το grunge στοιχείο των ‘90s. Η μουσική είναι αντίστοιχη;
Είναι μια ταινία εποχής. Δεν είναι ρετρό από καπρίτσιο (όχι ότι δε θα μπορούσε). Επιλέξαμε με προσοχή τα υλικά και τα προπς και τα ρούχα να φτάνουν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Τα μουσικά βίντεο των Yello, αλλά και οι early 90s ταινίες που εμπνεύστηκαν από αυτά και την πρώτη φάση του ΜΤV είναι πράγματα που αγαπώ. Το The Dark Backward (1991), το Miracle Mile (1988), το Βegotten (1989) ή το Spirits of the Air Goblins of the Clouds (1987), το Statik (1985). Ταινίες σκηνοθετών που στα αλήθεια έστησαν την αισθητική των μουσικών βίντεο της εποχής. Το soundtrack της ταινίας αντανακλά μια άλλη πλευρά, όχι τόσο του sub pop αυτών των ταινιών αλλά μια σκοτεινότερη εκδοχή της μουσικής των παιδικών ταινιών του ‘80.
Μου είχες μιλήσει για ορχήστρα. Πνευστά, έγχορδα και modular synths βέβαια -όχι όμως αποκλειστικά ηλεκτρονικός ήχος- το γνωστό «μπαστάρδεμα» με άλλα λόγια, που αγαπάς. Αυτό έκανες τελικά;
Ναι. Με τη βοήθεια του σταθερού μου ηχολήπτη, μιξέρ, πολυοργανίστα (στους δίσκους) Γιώτη Παρασκευαιΐδη στήσαμε μια μικρή ορχήστρα συνεπικουρούμενη από τις κλασικές κιθάρες του Γιώτη τα παλιά μου polysynths και το σύγχρονα modular. Αν πατάει κάπου (και το λέω γιατί τα παρακάτω τα θεωρώ μεγάλα αριστουργήματα για να συγκριθώ μαζί τους), αν τέλος πάντως εμπνέεται από κάπου, είναι από τις δουλειές του Jerry Goldsmith, του Howard Shore, αλλά και του soundtrack του John Corigliano για το Altered States του Ken Russel, όπου οι μελωδίες παλεύουν με την avant garde και η ορχήστρα με τις γεννήτριες.
Διαβάζω ότι ανάμεσα στα έμψυχα « αντικείμενα» της ταινίας υπάρχει μια κότα που χάνει το κεφάλι της, ένα γουρούνι που κατά κάποιο τρόπο «αναποδογυρίζει» και μια χελώνα που εξαφανίζεται μέσα σε ένα σύννεφο καπνού. Ποιος ο ρόλος των ζώων στην ταινία;
Είναι οικόσιτα που τα αδέρφια τα χρησιμοποιούν για τα πειράματα τους. Μέχρι που τα ζώα δε θα είναι αρκετά για να συνεχιστεί το πείραμα. Οι παιδικές ταινίες ήταν κάποτε γεμάτες με ζώα. Ο χαμός, η μετάλλαξη ή οι τραυματισμοί τους προκαλούν την αντίδραση πολλών θεατών. Σε άλλες ταινίες όπως και στη δική μας. Είναι μια εξοικείωση με το θάνατο, ένα σκαλί πριν το θάνατο των ανθρώπων.
Αν είχες την τύχη να βάλεις τον David Lynch σε μια αίθουσα πριν τον θάνατο του για να παρακολουθήσει μια ταινία σου, θα διάλεγες τη «Νορβηγία» ή το «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο» και γιατί;
Χαχ μα τι λες; Στην καλύτερη θα τον πήγαινα να φάμε κάνα σουβλάκι! Το Eraserhead είναι η ταινία που με έκανε να θέλω να γίνω σκηνοθέτης όταν την είδα στο Άστυ κάπου στην αρχή ή στα μέσα των ‘90s. Είχε προηγηθεί το Μπλε Βελούδο στην τηλεόραση όταν ήμουν 10; Και ακολούθησαν από την εφηβεία μέχρι σήμερα αλλεπάλληλες θεάσεις του παρεξηγημένου αριστουργήματος Dune. Σου απάντησα στη ερώτηση σου; Δε νομίζω.
Μουσική, χρώματα, αντικείμενα, ατμόσφαιρα μαεστρικά κατασκευασμένη. Όποια κριτική κι αν διάβασα δεν μπορούσε παρά να παραδεχτεί ότι έχει γίνει μια εξαιρετική δουλειά πάνω σε αυτά. Αισθάνομαι ότι στόχος σου είναι περισσότερο να μας βάλεις σε έναν κόσμο που πλάθεις και να αφεθούμε εκεί και να μην συμβούν και πολλά, αλλά να ταξιδέψουμε σε μια άλλη πραγματικότητα, στο σύμπαν που επιλέγεις να χτίσεις και να μείνουμε λίγο εκεί απλώς να αισθανθούμε. Είναι αυτό που επίσης συνέβαινε στις ταινίες του Lynch, στις οποίες δεν καταλαβαίναμε πάντα τι συνέβαινε ήταν όμως μια εμπειρία κι ένα ταξίδι πάντα η «Λιντσική» πραγματικότητα που δεν μπορούσε εύκολα να αφήσει κάποιον ασυγκίνητο. Είναι τελικά αυτή η προτεραιότητα και η ιστορία μπαίνει σε δεύτερο πλάνο;
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεις μια ιστορία. Προσωπικά απολαμβάνω να μην ξέρω ποτέ κατά τη διάρκεια της ταινίας που θα με πάει η ιστορία. Μιλάω πάντα για το αφηγηματικό σινεμά. Πιστεύω στο κοινό, δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλο ή μικρό. Και μου αρέσει να (του) λέω ιστορίες. Και οι ιστορίες και ο κόσμος είναι ένα πράγμα, δεν είναι ξέχωρα. Σε αυτό το σύμπαν λοιπόν υπάρχουν πράγματα που ούτε εγώ κατανοώ πλήρως. Είμαι και’ γω (που έφτιαξα αυτό το διαολάκι) συμμέτοχος μαζί με το κοινό στην εμπειρία της θέασης της δικής μου ταινίας. Και για αυτό αλλάζει και η αίσθηση που έχω -για κάτι που ξέρω και το κάθε του καρέ- από προβολή σε προβολή με διαφορετικό κοινό. Υπάρχουν κάποιοι, οι «έξω από δω» που θέλουν να μας πείσουν ότι φταίνε τα σενάρια ή ότι αδυνατούν οι σύγχρονοι σκηνοθέτες να πουν μια ιστορία. Στα αλήθεια αυτό που τους λείπει είναι τα άπειρα κλισέ. Αυτό το comfort food που επιθυμούν να καταναλώνουν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ως θεατής κυρίως και μετά ως κινηματογραφιστής αντιστέκομαι στην μεγάλη ανοησία, στην έλλειψη του πάθους, στα ξαναμασημένα τρίπρακτα στερεότυπα της καθοδικής λυχνίας. Τα περιφρονώ σαν την Μπαρντό και εγώ.
14 Φεβρουαρίου διαβάζω ότι κυκλοφορεί το νέο σου άλμπουμ με τίτλο «Εκδρομή». Υπάρχει κάποια πρόβλεψη και για το soundtrack της ταινίας;
Ναι, λογικά θα συντονιστεί με την αμερικάνικη διανομή της ταινίας που ακολουθεί σε λίγους μήνες, οπότε και θα είναι μια ξένη κυκλοφορία.
Είσαι ένα Έλληνας Cronenberg τελικά. Σε συναντάω σε συναυλίες, πρεμιέρες, βόλτες και μου δίνεις την εντύπωση ενός ήσυχου ανθρώπου, ευγενικού, ήρεμου, απλού και ύστερα πας και φτιάχνεις ιστορίες με περίεργο σεξ, ναρκωτικά και αποκεφαλισμένες κότες. Τι έχεις να πεις πάνω σε αυτό;
Ακούγεται ότι ο Κρόνενμπεργκ είναι πιο ήσυχος από μένα. Είμαι διάολος στα αλήθεια που φορά αυτή την προβιά που ξεγελά... Κάποτε τα Λουλούδια είχαν άλλο τίτλο, «Μεμβράνη». Ενθύμιο από αυτήν την περίοδο έχει μείνει στη ταινία μια ατάκα του πατέρα. «Δεν είσαι άνθρωπος μια μεμβράνη είσαι, ο άνθρωπος κρύβεται από κάτω».
Η νέα ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο προβάλλεται από 13 Φεβρουαρίου 2025 στο ΑΣΤΟΡ.
Ελλάδα, Γαλλία, 2024
Παραγωγή: Φένια Κοσοβίτσα
Σκηνοθεσία: Γιάννης Βεσλεμές
Σενάριο: Γιάννης Βεσλεμές, Δημήτρης Εμμανουηλίδης
Φωτογραφία: Χρήστος Καραμάνης
Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης
Μουσική: Γιάννης Βεσλεμές
Πρωταγωνιστούν: Πάνος Παπαδόπουλος, Γιώργος (Τζούλιο) Κατσής, Αρης Μπαλής, Σάντρα Σαραφάνοβα, Αλεξία Καλτσίκη, Ντομινίκ Πινιόν
Διάρκεια: 86 λεπτά
Διανομή: Weird Wave
Ακούστε επίσης:
Ο Γιάννης Βεσλεμές παίζει στο σπίτι μου