Πώς προσεγγίζεις άραγε το έσχατο απόσταγμα μιας μουσικής ιδιοφυΐας; Ο Johnny Cash, περί ου ο λόγος, υπήρξε ένας καλλιτέχνης απύθμενου βάθους, ένας ελεγειακός ποιητής του οποίου όμοιο δύσκολα συναντάς στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής. Μια αναδρομή στην (τεράστια) δισκογραφία του και στην υπόσταση και σημασία της θρυλικής του περσόνας θα ήταν ανώφελη και ανέφικτη σε αυτό εδώ το κείμενο, οπότε θαρρώ πως η καλύτερη δυνατή λύση είναι η απευθείας αναφορά στο έκτο αυτό μέρος της σειράς των American Recordings. Έκτο και τελευταίο, αν πιστέψουμε τον Rick Rubin –παραγωγό και συν-εμπνευστή της σειράς που ξεκίνησε το 1994 και φτάνει στο τέρμα της φέτος. Αν λοιπόν είναι όντως έτσι τα πράγματα, τότε η αξία του Ain't No Grave αυξάνεται ακόμα περισσότερο κάτω από το συναισθηματικό και συγκινησιακό βάρος που, έτσι κι αλλιώς, κουβαλάνε οι περιεχόμενες ηχογραφήσεις.

Δέκα στο σύνολό τους τραγούδια –διασκευές και μη– όπου ο Cash, ερμηνεύοντας τα με τον δικό του, ξεχωριστό τρόπο, πραγματεύεται τον χαμό, τη λήθη, τους φόβους, τις προσδοκίες, τα χαμένα όνειρα και τις αντιφάσεις που εμπεριέχει η ζωή. αλλά, πάνω από όλους και όλα, κοιτά κατάματα τον θάνατο τον ίδιο. Συγκρούεται εδώ ο Cash με τον θάνατο («Oh death, where is thy sting?»). Μονομαχεί στις ύστατες στιγμές του και, ξεπερνώντας την αγωνία του αναπόφευκτου, τον αισθάνεσαι να φεύγει νικητής από τούτη την αρένα –καταβεβλημένος μα περήφανος. Με τη σχεδόν τρεμάμενη φωνή του να αντηχεί ελπίδα καθώς ο δίσκος τερματίζει τις γυροβολιές του με ένα γλυκό επανειδείν (“Aloha Oe”). Όπως και σε όλα τα American δισκάκια, η επιλογή των τραγουδιών αποδεικνύεται εξαιρετικά εύστοχη και σε αυτή την κυκλοφορία. Και όπως όλα όσα διασκευάστηκαν στα προηγούμενα πέντε άλμπουμ, έτσι και αυτά που ακούμε εδώ θα έλεγε κανείς πως εξ’ αρχής γράφτηκαν για τον Cash και πως οι ως τώρα εκδόσεις τους αποτελούσαν απλά demo περιμένοντας όλα αυτά τα χρόνια τον Άντρα Με Τα Μαύρα να τα κάνει δικά του. Ολόδικά του.

Τραγούδια με κύρια ιδιαιτερότητά τους μια απέραντη χαρμολύπη, την οποία τόσο μα τόσο αβίαστα εκπέμπουν και περνούν στον ακροατή. Τραγούδια που με τη λιτή, σπαρτιατική μουσική περιβολή τους δίνουν σε αυτή την υπέροχη φωνή το βήμα που χρειάζεται ώστε να εκφράσει μια πληθώρα ιδεών και αξιών. Δίπλα του; Φίλοι και μουσικοί (όπως οι John Polonsky και Matt Sweeney στις ακουστικές κιθάρες) τον σιγοντάρουν, παραμένοντας πάντοτε πίσω του, σε δεύτερο πλάνο. Ωστόσο η συμβολή τους είναι ουσιαστική και κάνει τη διαφορά –όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των απαλών αρπισμάτων του banjo στο υποβλητικό ομώνυμο τραγούδι ή της παρουσίας των εγχόρδων στο “Redemption Day”. Όμως η πραγματική αξία του δίσκου δεν βρίσκεται ούτε στις (εξαιρετικές) minimal ενορχηστρώσεις ούτε καν στην αρτιότητα της απόδοσης του ίδιου του Cash (άλλωστε ποτέ δεν ήταν κάτι λιγότερο από άψογος). Βρίσκεται στην Ψυχή του.

Βαθιά λοιπόν ανθρώπινο, το American VI: Ain't No Grave του Johnny Cash διδάσκει με την ειλικρίνειά του πώς κατασκευάζεται ένας σημαντικός δίσκος, χωρίς φανφάρες και περιττούς εντυπωσιασμούς. Δεν χαραμίζεται τίποτα εδώ. Χωρίς φόβο, ο Άνθρωπος Cash εν έτη 2003 (οπότε και έλαβαν χώρα οι παρούσες ηχογραφήσεις) αναλογίζεται και παραμένει πιστός στις αξίες μιας ολόκληρης ζωής, εξαντλώντας την παλέτα στη διάθεσή του. Έτοιμος πια να ακολουθήσει τη γυναίκα της ζωής του June Carter στην άλλη πλευρά, κατέθεσε εδώ το κύκνειο άσμα του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured