Το πολύ-βραβευμένο The Brutalist του Brady Corbet είναι ένα Αμερικανικό έπος made in 70s για το σήμερα, στα πρότυπα του σινεμά των Coppola, ViscontiBertolluchi και Paul Thomas Anderson (του τελευταίου, κυρίως ως προς την επεξεργασία και απόδοση ορισμένων σεναριακών "αναχρονισμών") τόσο σε δομικό όσο και θεματικό επίπεδο: κινηματογραφημένο σε VistaVision (υψηλής ανάλυσης widescreen με film 35mm, τεχνολογία η οποία χρησιμοποιήθηκε από το 1954 μέχρι το 1961 και σε ταινίες όπως North by Northwest, Vertigo, One-Eyed Jacks κτλ) και με εξωτερικά γυρίσματα στην Ευρώπη, το The Brutalist των 215 λεπτών και του ενσωματωμένου 15λεπτου διαλλείματος διαδραματίζεται σε μια περίοδο 40 σχεδόν ετών, ακολουθώντας τη ζωή του László Tóth, ενός εβραίου αρχιτέκτονα, επιζώντα του Ολοκαυτώματος και πλέον μετανάστη στις ΗΠΑ, όπου και προσπαθεί να κατακτήσει το Αμερικανικό Όνειρο.

O Tóth είναι ένας χαρακτήρας γραμμένος στα πρότυπα ενός ήρωα κάποιου larger than life λογοτεχνικού κλασσικού έπους: ένας ποικιλόμορφος χαρακτήρας γεμάτος ενδιαφέρουσες αντιθέσεις, ένας μποέμ προλετάριος με εμφανέστατες τάσεις υποταγής στο κεφάλαιο και τις ευκαιρίες που φαίνεται να υπόσχεται η νέα του πατρίδα σε όλους τους εργατικούς ιδεολόγους που καταφθάνουν εκεί σωρηδόν μετά τον πόλεμο. Παράλληλα όμως είναι και ένα άκρως αντιδραστικό άτομο απέναντι σε όποιον προσπαθεί να αλλοιώσει το όραμα του. Ένας άνθρωπος επιρρεπής στα πάθη του, δέσμιος ενός εφιαλτικού παρελθόντος και έτοιμος να δεσμευτεί σε ένα νέο αύριο, σε μια νέα Γη της Επαγγελίας. Η επεισοδιακή του πρώτη συνάντησή με τον κροίσο Harrison Lee Van Buren θα οδηγήσει σταδιακά σε μια σημαντική επαγγελματική συνεργασία, με σκοπό την ανέγερση ενός κτιριακού μνημείου – πολιτισμικού κέντρου προς τιμήν της αποθανούσας μητέρας του δεύτερου, στα πρότυπα του μπρουταλιστικού αρχιτεκτονικού κινήματος με τον οποίο έγινε γνωστός στην πατρίδα του ο Tóth.

Ο Brady Corbet εξαργυρώνει τη μαθητεία του ως ηθοποιός δίπλα σε σκηνοθέτες όπως ο Lars Von Trier, Michael Haneke και φυσικά τον Stanley Kubrick, σε ένα μεγαλοπρεπές δημιούργημα που θυμίζει εσκεμμένα (αλλά όχι τεχνητά) ένα σινεμά «άλλων εποχών», το οποίο και καθηλώνει με την οπτική καθαρότητα των «μεγάλων» του πλάνων, την επιμέλεια στην εικονογράφηση ενός κινηματογραφικού έπους που ξεπερνάει τα σύγχρονα όρια του είδους, αλλά κυρίως με την ενσωμάτωση σε αυτό μιας πληθώρας χαρακτήρων, καταστάσεων και μικρών λεπτομερειών που ζωντανεύουν τη μεταπολεμική Αμερική με τρόπο εντυπωσιακά αληθινό και «στέρεο». Η προσωπική σκηνοθετική ματιά του Corbet κυριαρχεί περίτεχνα πάνω στις επιρροές του και οδηγεί το οπτικοακουστικό αυτό κρεσέντο μεγαλοπρέπειας και φιλοδοξίας προς την κατεύθυνση που επιθυμεί ο δημιουργός του – μεγάλο, στιβαρό σινεμά του δημιουργού από πολλές απόψεις.

Σεναριακά, o Corbet και η Mona Fastvold δημιουργούν αρχέτυπα χαρακτήρων και τα τοποθετούν σε έναν μορφικό χάρτη μιας νεόκοπης Αμερικανικής υπαίθρου, της οποίας την τραχιά επιφάνεια εν συνεχεία σκαλίζουν προς ανάδειξη διαχρονικών θεματικών που σμίλευσαν αυτό που ονομάστηκε αμερικάνικο όνειρο (ή εφιάλτης): μετανάστευση, ξενοφοβία, ταξική ανισότητα, σχέσεις υποταγής και εξουσίας, σύζευξη παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος μέσω της ιστορικής ευθύνης,  η σημασία της Τέχνης ως  όχημα που ξεπερνάει τον χρόνο, τον χώρο και την ίδια την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που πραγματεύεται το The Brutalist, μακριά από κάθε ακαδημαϊκό φορμαλισμό του σήμερα και με το βλέμμα (και την καρδιά) στραμμένα προς την άκρατη δημιουργική αυτονομία των μεγάλων σκηνοθετών των 70s.

Και καταφέρνει σε σημαντικό βαθμό να κοιτάξει αυτό το σινεμά και να γίνει μέρος του, χάνοντας όμως μερικώς την απόλυτη συνέπεια απέναντι στην πελώριά του φιλοδοξία, καθώς ελλείψει μιας πιο συνεκτικής γραφής, το The Brutalist δεν αποφεύγει τη φλυαρία ανά (ευτυχώς μικρά) διαστήματα, ενώ και η αρκετά προφανής αλληγορική του διάθεση κάνει ορισμένες σεκάνς να φαντάζουν σχηματικές, αχρείαστα προφανείς και… λίγο άκομψα άνευρες στη σημειολογία τους.

Σε έναν πολύχρωμο θίασο χαρακτήρων ο Adrien Brody βρίσκει τον ρόλο της καριέρας του (μια τρόπο τινά επέκταση του χαρακτήρα του από το The Pianist) και είναι συγκλονιστικός από όπου και να το εξετάσει κανείς – ένας πολύπλοκος άνθρωπος που διαρκώς ανά τα έτη διαρκώς αλλάζει, κρατώντας παράλληλα την αρχετυπική του φύση ατόφια και ξεκάθαρη. Στους ώμους του σηκώνει ένα πολύ μεγάλο μερίδιο επιτυχίας της ταινίας, αφού καταφέρνει να ορθώσει ένα ισάξιο ανάστημα απέναντι στο …μπρουταλιστικό μέγεθος της παραγωγής και ουδέποτε δεν «καταπίνεται» από εκείνην. Από το υπόλοιπο cast ξεχωρίζει η Felicity Jones σε μια ακαδημαϊκή μεν, μεστή δε ερμηνεία, ενώ ο Guy Pearce είναι μάλλον το «θύμα» των αρχετυπικών χαρακτήρων και της προφανούς φιλμικής αλληγορίας που αναφέρθηκε νωρίτερα – ένας χαρακτήρας μείζονος σημασίας στην πλοκή, γραμμένος όμως σαν μια ελαφρώς άψυχη καρικατούρα, που περιορίζει τον κατά τα άλλα εξαιρετικό Αυστραλό ηθοποιό σε μια αναιμική ερμηνεία χωρίς «ειδικές» εντάσεις ή ιδιαίτερες απαιτήσεις πέραν των προφανών.

Ο ήρωας του Corbet χτίζει ένα πελώριο μνημείο, το οποίο ανυψώνεται και γκρεμίζεται ταυτόχρονα, μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Η μοίρα του μπρουταλιστικού του magnus opus ορίζεται από εκείνους που μέσα στην ερεβώδη λαχτάρα τους για ολοένα και περισσότερα, δεν λογαριάζουν καμία ηθική αξία και βυθίζουν διαρκώς το ίδιο το μνημείο σε ένα ζοφερό σκοτάδι απανθρωπιάς και απληστίας. Το The Brutalist είναι μια εμπειρία κατασκευασμένη αποκλειστικά για τις αίθουσες και… μάλλον όλα όσα θα ήθελε να είναι το Megalopolis του Francis Ford Coppola (σε μια ιστορικής χρονικής συγκυρίας περίπτωση «παράδοσης και ανάληψης σκυτάλης»).

Ο Antony Corbet, με μια υπέρμετρη φιλοδοξία να επαναφέρει στο Αμερικάνικο σινεμά ένα θέαμα που, ίσως μόνο ο Paul Thomas Anderson έχει κατορθώσει μέχρι στιγμής τον 21ο αιώνα και δημιουργεί εν τέλει την πιο μεγάλη ταινία της χρονιάς – μια ταινία που επαναφέρει εμφατικά το «σινεμά του δημιουργού» στο τραπέζι, ενώ με το πενιχρό budget των 10 εκ. δολαρίων και τα επτά χρόνια παραγωγής κάνει ακόμα πιο σημαντική τη δήλωσή του κατά την απονομή της Χρυσής Σφαίρας Καλύτερης Δραματικής Ταινίας και Σκηνοθεσίας στα χέρια του: «Μου είπαν πως αυτό το φιλμ ήταν αδύνατο να διανεμηθεί. Πως κανείς δεν θα ερχόταν να το δει. Δεν κρατάω κακία, αλλά θέλω να χρησιμοποιήσω αυτή την ευκαιρία για να ανυψώσω τους κινηματογραφιστές. Όχι μόνο τους συν-υποψήφιούς μου, αλλά και όλους τους σκηνοθέτες μέσα σε αυτήν την αίθουσα. Οι ταινίες δεν θα υπήρχαν χωρίς τους σκηνοθέτες. Σας παρακαλώ, ας τους υποστηρίξουμε. Κανείς δεν ζητούσε μία ταινία τρεισήμισι ωρών για έναν μεταπολεμικό αρχιτέκτονα, αλλά τελικά δούλεψε». 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured