Στα οικογενειακά τραπέζια, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συγγενείς και οι φίλοι τους συχνά με κουράζουν με τις διηγήσεις τους. Όχι μόνο επειδή κάποιες βασικές ιστορίες (τείνουν να) επαναλαμβάνονται, αλλά κυρίως γιατί η ζωή δείχνει πια να έχει γεύση παρελθόντος: το παρόν, αυτό το επιτακτικό για μένα κομματάκι χρόνου, φαντάζει ως θολό τοπίο στο οποίο εκείνοι στέκουν ως παρατηρητές μέσω τηλεοπτικών φακών ή εφημερίδων –κάποιοι πιο εξελιγμένοι και μέσω οθονών υπολογιστών– σε αντιδιαστολή με το γεμάτο δράση, πάθος και έξαψη παρελθόν το οποίο καθόρισε τον κάθε ένα τους. Κάποτε δυσανασχετούσα. Πλέον όχι, ακόμα και όταν αναντίρρητα βαριέμαι. Κατανοώ ότι η ζωή αντικρίζεται αλλιώς από το κάθε ηλικιακό μετερίζι και έμαθα, με τον καιρό, να αντιμετωπίζω τις επαναλήψεις των ιστοριών ως ευκαιρίες εντρύφησης σε λεπτομέρειες και «between the lines» αναγνώσεων, αντί να αναφωνώ «όχι πάλι». Γιατί έρχονται έτσι τα πράγματα, στον φυσικό ρου της ανθρώπινης πορείας, ώστε κάποτε εύχεσαι να είχες έναν ακόμα γύρω απ’ τα ίδια στη θέση της τρομακτικής σιγής της απώλειας.

Διαθέτει κι άλλες διαστάσεις αυτή η πραγματικότητα, όμως εδώ είμαστε για να μιλήσουμε για τον Ringo Starr και το νέο του άλμπουμ Y Not. Για μια δηλαδή από αυτές τις «όχι πάλι» κυκλοφορίες, οι οποίες μοιάζουν με τις προαναφερόμενες διηγήσεις στα οικογενειακά τραπέζια. Και, ας μη γελιόμαστε, αφορούν πια συγγενείς και φίλους –ακριβώς όπως οι εν λόγω συναθροίσεις. Το μουσικό στερέωμα δεν περίμενε από τον Ringo την πρωτοπορία ή το φρέσκο έστω ανακάτωμα ούτε προ τριανταπέντε-σαράντα ετών, πόσο μάλλον τώρα, όταν οι μπαγκέτες των Beatles διαβαίνουν το κατώφλι των 70. Στο Y Not ο Ringo μπορεί να παίρνει επ’ ώμου (αρμ!) την παραγωγή κατά τα άλλα όμως τίποτα δεν αλλάζει. Αφενός συνεχίζει να δρα «with a little help from his friends», εν προκειμένω τον θείο Paul (McCartney), την κορασίδα Joss Stone, τον Van Dyke Parks και τον...Richard Marx (αυτόν τώρα τι τον ήθελε, δεν το έπιασα)• αφετέρου το όλο κλίμα των μελωδιών, των στίχων και των ερμηνειών εστιάζει στη νοσταλγία: παραπέμπει στα παλιά, μιλάει για τα παλιά, θυμίζει τα παλιά. Το Λίβερπουλ, οι αναμνήσεις που ξαναγυρίζουν όπως στο τραγούδι του Τόλη, τα Σκαθάρια, μια ποπ αντίληψη η οποία δεν γνώριζε σύνορα με το ροκ –αυτά τα βάλανε αργότερα και αποδείχθηκαν τεχνητά– και, πάνω από όλα, ο Ringo: με αυτή τη μη-φωνή και με τη γνώριμη, χαρωπή παιδικότητα.

Δεν έχει καλλιτεχνικό αίτημα το Y Not. Έχει μόνο την περσόνα του Ringo Starr. Εκείνου που χαρακτηρίστηκε ως «τυχαίος» και «τυχερός» από όσους δεν έσκυψαν ποτέ με τη δέουσα προσοχή στα τύμπανα του “Tomorrow Never Knows” ή του “A Day In The Life”, όσους κρίνουν με τα βιρτουοζέ χαρακτηριστικά των μετέπειτα ροκ ντράμερ ή όσους δεν κατανόησαν ποτέ τον ρόλο του ως εξισορροπητή μεταξύ δύο αρχικά, τριών μετέπειτα Σκαθαρομεγεθών. Μια περσόνα η οποία μοιάζει ολοένα και περισσότερο με εκείνο τον υποθετικό γερο-καπετάνιο που υποδύθηκε 44 χρόνια πριν, διηγούμενος την ιστορία του Κίτρινου Υποβρυχίου. Ο Ringo του 2010 είναι πια εκείνος ο γερο-καπετάνιος. Και έχει τον τρόπο του όταν διηγείται το “Fill In The Blanks”, το “Other Side Of Liverpool” ή το “Walk With You”. Τις έχετε ακούσει πολλάκις τις ιστορίες αυτές. Ίσως όμως να τις δείτε με πιο θετικό μάτι, αν ενσκήψετε στις λεπτομέρειες και παίξετε κι εσείς λίγο στο παιχνίδι της νοσταλγίας –αντί να πείτε «όχι πάλι». Καλλιτεχνικό αίτημα, επαναλαμβάνω, δεν τίθεται. Μια μίνιμουμ πάντως αξία παράγεται, έστω και στη βάση μιας πολύ συγκεκριμένης ιδιοσυγκρασίας, με μια πολύ συγκεκριμένη ιστορία.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured