Πίσω στα 1969, οι Deep Purple παρασύρθηκαν από τις συνθετικές (μωρο)φιλοδοξίες του κιμπορντίστα τους Jon Lord και πήδηξαν με περισσό ενθουσιασμό στο progressive rock τρένο που οδηγούσαν κάτι στουντιοπόντικες δεξιοτέχνες σαν τους Emerson Lake & Palmer, με απώτερο στόχο την ένωση του rock με την Κλασική μουσική. Το αποτέλεσμα ήταν η ηχογράφηση της σύνθεσης του Lord Concerto For Group And Orchestra παρέα με την Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βρετανίας, υπό τη διεύθυνση του Malcolm Arnold. Η αρχική ηχογράφηση περιλάμβανε και hard rock τραγούδια μαζί με την τριμερή κλασική σύνθεση (όπως π.χ. το “Child In Time”), στην αρχική όμως βινυλιακή έκδοση περιλήφθηκε μόνο η τελευταία. Το αποτέλεσμα ήταν ένα album το οποίο δίχασε τους οπαδούς τους. Αρκετοί το θεώρησαν μια θαυμάσια συνεργασία μεταξύ ενός σκληρού κιθαριστικού group και μιας κλασικής ορχήστρας, που άνοιγε νέους ορίζοντες. Εξίσου πολλοί όμως δεν είδαν σε αυτό παρά μια ανόητη κίνηση εκ μέρους της μπάντας, που την εξέθεσε δίχως λόγο.

Οι ίδιοι πάντως οι Deep Purple, αν και δεν επανέλαβαν ποτέ ξανά το πείραμα, θεώρησαν το album ως έναν σταθμό στην καριέρα τους και ως σημείο αναφοράς των δυνατοτήτων τους. Έτσι, αποφάσισαν να γιορτάσουν τα 30 χρόνια από την ηχογράφησή του παίζοντάς το ξανά ζωντανά, στο Royal Albert Hall, αυτή τη φορά μαζί με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, υπό τη διεύθυνση του Paul Mann. Για να πραγματοποιηθεί όμως η συναυλία, χρειάστηκε να ξανγίνει η μουσική καταγραφή της αρχικής σύνθεσης, γιατί με τα χρόνια ο Lord είχε χάσει τις παρτιτούρες, πράγμα που του έδωσε την ευκαιρία να επανεπεξεργαστεί ορισμένα τμήματα της σύνθεσης. Έτσι, τα τρία movements που αποτελούν το Concerto For Group And Orchestra παρουσιάστηκαν με μικρο-αλλαγές, σε σύγκριση με την αυθεντική του ηχογράφηση, αλλαγές όμως που, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, έρεπαν περισσότερο από όσο χρειαζόταν προς το πλουμιστό και προς την ανούσια φαντασμαγορία. Τη συναυλία αυτή επανεκδίδει τώρα η Eagle Records, ενώνοντας σε ένα πακέτο το cd που προέκυψε, μαζί με ένα dvd, το οποίο όχι μόνο δίνει εικόνα στο εγχείρημα, αλλά και το παρουσιάζει στην ολότητά του (καθώς στο cd περιλαμβάνονται μονάχα επιλεγμένες στιγμές).

Αναμφίβολα, οι Deep Purple στα 1999 διέθεταν πια την εμπειρία, αλλά και τις χρηματικές δυνατότητες ώστε να στήσουν μια άψογη από πλευράς παραγωγής παράσταση, στην οποία έλαβαν μέρος και διάφοροι guests. Τη βραδιά άνοιξε π.χ. ο ξεχασμένος πια Miller Anderson (των Keef Hartley Band και για ένα διάστημα των T-Rex), με μια εντελώς άχρωμη εκτέλεση στο “Pictured Within”, για να τον διαδεχθεί η επίσης ξεχασμένη, μα σαφώς πιο καλοστεκούμενη Sam Brown (τη θυμάστε ίσως οι τριαντάρηδες ως νεαρή ξανθούλα να τραγουδάει το “Stop”;) τραγουδώντας το “Wait A While”. Το πρόγραμμα άρχισε να αποκτά κάποια ζωντάνια μόνο με την έλευση του γερασμένου μα αεικίνητου Ronnie James Dio, που ύστερα από δύο τραγούδια (“Sitting In A Dream”, “Love Is All”) άφησε τη σκηνή στους Deep Purple. Οι τελευταίοι μπήκαν με το “Wring That Neck” (από το πρώιμο Book Of Taliesyn), συνέχισαν με το Concerto For Group And Orchestra και έκλεισαν σε hard rock ρυθμούς, με το πρόσφατο τότε “Sometimes I Feel Like Screaming”, και βέβαια το δοξασμένο (μα χιλιοπαιγμένο στην Ελλάδα) “Smoke On The Water”.

Το αισθητικό αποτέλεσμα αυτής της εορταστικής συναυλίας μετά βίας και ισορροπεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Η μεγαλεπήβολη σύνθεση του Lord ήταν έτσι κι αλλιώς προβληματική, καθώς διαθέτει ελάχιστα ενδιαφέροντα σημεία και σχεδόν μηδενική αυτόνομη αξία, έτσι όπως παραπέμπει σε εμφανή δάνεια από τον Mahler και τον Rachmaninoff, από τη μια, και από συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής όπως π.χ. τον Tiomkin, από την άλλη. Και το να εκτελείται με μια κατώτερη σε κλάση ορχήστρα από τη Βασιλική Φιλαρμονική ασφαλώς και δεν τη βοηθάει, όπως δεν τη βοηθάει και η έλλειψη του Ritchie Blackmore στην κιθάρα. Όσο καλός οργανοπαίχτης και αν είναι ο Steve Morse, είναι σκάλες κατώτερος του Blackmore, το επικό, δαιμονιώδες παίξιμο του οποίου πρόσφερε στην αρχική ηχογράφηση ένα credit αξιοπιστίας, που εδώ λείπει πασιφανώς. Μιλάμε άλλωστε για έναν από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες στην ιστορία της rock μουσικής. Τέλος, οι Deep Purple δεν είναι πια νεαροί και ο Ian Gillan απέχει πολύ από τη φωνητική φόρμα με την οποία καθιερώθηκε. Όσο λοιπόν και αν παρουσιάζεται κεφάτος πάνω στη σκηνή, προδίδεται συχνά από τις ρυτίδες του κατά τη διάρκεια του τραγουδιστικού προγράμματος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απόδοσή του στο “Smoke On The Water”.

Τελικά, παρότι τρέκλισαν πάμπολλες φορές, οι Deep Purple κατάφεραν να μην τη φάνε την τούμπα στο Royal Albert Hall. Θα ήταν όμως νομίζω καλύτερα για όλους μας αν ξεχνιόταν αυτή η κωμικοτραγική ιστορία με το Concerto For Group And Orchestra, αντί να γιορτάζεται και από πάνω...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured