"I have desires!", φωνάζει ο David Thomas στο "Navvy"', το εναρκτήριο κομμάτι του οριακού LP Dub Housing των Pere Ubu. Το ίδιο πρέπει να αισθάνθηκαν και οι Mars Volta μετά την κυκλοφορία του De-Loused In The Comatorium, το οποίο είχε αφήσει σύμπασα την indie κοινότητα με το στόμα ανοιχτό. Η επιθυμία τους συνοψιζόταν στο εξής: το επόμενο τους άλμπουμ να είναι τόσο ιδιόρρυθμο, που να αφήσει ακόμη και τους ίδιους μετέωρους. Νομίζω ότι με το Frances The Mute το κατάφεραν. Κατάφεραν δε και κάτι ακόμη πιο δύσκολο: να κάνουν την προαναφερθείσα αρτηριοσκληρωτική indie κοινότητα να υποκλιθεί απέναντι σε κάτι που και οι ίδιοι γνώριζαν καλά ότι μάλλον είναι για τα μπάζα…Ο,τι μουσικό site κι αν ανοίξω, παντού διαβάζω διθυράμβους.

Το “prog” rock – η αιτία ύπαρξης του ίδιου του punk κινήματος δηλαδή…- χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον τη δεκαετία του ’70 για οποιαδήποτε μπάντα επέλεγε μια φόρμα τραγουδιού που χρονικά υπερέβαινε τα 3μιση λεπτά και υφολογικά περιείχε πάνω από 6 ακόρντα στη κιθάρα ή 3 οκτάβες στο πιάνο. Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη όμως και να που τρεις δεκαετίες μετά, το prog είναι ζωντανό (μην ξεχνάμε ότι το κατά πολλούς Καλύτερο Άλμπουμ Ever, το Ok Computer, ταυτίστηκε με την άνθηση του nu-prog κινήματος στην Αγγλία) και συγκροτήματα όπως οι Muse αποδεικνύουν ότι τελικά κάτι, έστω ελάχιστο, θα είχε αυτή η μουσική για να θεωρείται ενδιαφέρουσα. Ρωτήστε και τον γράφοντα που διαθέτει περί το 80% των prog rock βινυλίων της δεκαετίας του ’70…

Συγκοπτόμενοι, διακοπτόμενοι, κυκλικοί ρυθμοί, ορχηστρικές σουίτες βγαλμένες από τον Εφιάλτη Των Χριστουγέννων του Tim Burton, καταρράκωση κάθε μουσικού νόμου, ακατανόητοι στίχοι και μια πρωτοφανής καταπάτηση όλων των μουσικών δομών χαρακτηρίζουν το νέο έργο των Mars Volta. Κι αν η οριοθέτηση νέων, απάτητων συνόρων ισοδυναμεί στο μυαλό πολλών a priori με ένδειξη ποιότητας, η δική μου προσέγγιση δεν με αφήνει να περιχαρακωθώ σε τέτοια όρια. Όχι, στα δικά μου τα αυτιά δεν αρκεί απλά να ξεπερνάς τα όρια, μόνο και μόνο για να λες ότι τα ξεπερνάς. Θες κάτι πολύ περισσότερο. Θες ένα όραμα, το οποίο είναι πασιφανές ότι λείπει από την Frances. Τα - διπλά, ένρινα και περασμένα από vocoder κάθε λογής - φωνητικά του Bixler, τα εντυπωσιακά, αλλά ανούσια αλα-JimmyPage σολαρίσματα (ουπς, συγγνώμη, θα είμαι πιο προσεκτικός. Η σωστή λέξη είναι «σόλο»), τα σφυροκοπήματα των ντραμς και η επιτηδευμένη φωνητική θεατρικότητα που χαρακτηρίζει όλη τη σχολή του prog-rock δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την έλλειψη έμπνευσης που διαπερνάει όλη τη ραχοκοκαλιά του 77λεπτου άλμπουμ. Κάθε τραγούδι (ο Θεός να το κάνει τραγούδι, αφού το μεγαλύτερο διαρκεί 33 λεπτά και το μικρότερο 6) τελειώνει με μια Mη-Mουσική, ένα κάλυμμα Λευκού Θορύβου, λες και πίσω από τους Mars Volta κρύβονται ο LaMonte Young, ο John Cage κι ο Karlheinz Stockhauzen με τα ambient keyboards τους. Δωδεκάφθογγους ρυθμούς και πολυρρυθμίες διέθετε εξίσου σε υπερθετικό βαθμό και το De-Loused, αλλά επίσης διέθετε και το στοιχείο που ξεχωρίζει το elite από το mainstream, το εμπορικό από το πειραματικό: τις μελωδίες.

Το εναρκτήριο 13λεπτο "Cygnus... Vismund Cygnus" που (λέγεται ότι) διηγείται την ιστορία ενός φίλου της μπάντας, φορέα του AIDS, ο οποίος πέθανε πριν λίγα χρόνια από ναρκωτικά, χτίζεται πάνω σε ένα κιθαριστικό άρπισμα, συνεχίζει στο ίδιο ύφος με το Larks’ Tongues In Aspic Part 1 των King Crimson και τελικά μεταμορφώνεται σε ένα ηχητικό τέρας βγαλμένο από το (απαράδεκτο!) Tales From Topographic Oceans των Yes και το Tarkus των Emerson Lake And Palmer. Το "The Widow" που ακολουθεί μπαίνει σε πιο Krautrock μονοπάτια, με μια πιανιστική γραμμή να ανεβαίνει ολοένα και πιο ψηλά, καταλήγοντας σε κάτι κοντά στο ύφος του “You Can’t Kill Me” (από το Camembert Electrique) των Gong ή το “1989”, μέσα από το Let The Power Fall του Robert Fripp, ενώ είναι ό,τι πιο κοντινό στο στυλ των At the Drive-In. Τα jazzy grooves του “L’ Via L’ Viaquez” αποδεικνύουν τις κιθαριστικές εμμονές της μπάντας, αλλά ενώ ξεκινάει με ένα θανατερό ριφάκι του Omar, μετά ξεχειλώνει, παραδίδεται στα χέρια του… Santana και το Latin funk σε αφήνει ξεκρέμαστο να ψάχνεις να βρεις σε ποιο άλμπουμ των King Crimson είναι το Fracture κι αν το Bel Air των Can είναι στο Ege Bamyasi ή το Future Days LP.

Επιτέλους με το “Miranda That Ghost Just Isn't Holy Anymore” τα πράγματα μπαίνουν κάπως στη θέση τους. Πολύ κοντά στους Van Der Graaf Generator (εποχής Godbluff ή Pawn Hearts αλήθεια;), με τη μελαγχολία να ξεχειλίζει και τους Gentle Giant να κλείνουν το μάτι πονηρά, είναι ό,τι καλύτερο έχει να δώσει αυτή η δύσμοιρη η Frances, η οποία μάλλον εκείνη την περίοδο άκουγε τα άλμπουμ των Silver Mt. Zion. Το 33λεπτο “Cassandra Gemini” που κλείνει το άλμπουμ δυστυχώς δεν κατάφερα να το ακούσω παραπάνω από δυο φορές. Κουράστηκα αφόρητα. Σε άλλα σημεία free jazz, με το Third των Soft Machine να έρχεται πρώτο στο νου, σε άλλα πλησιάζει τον αναρχικό εκλεκτισμό του Frank Zappa και με τον Bixler ώρες ώρες να μοιάζει αρκετά στο φωνητικό του στυλ με τον Dave Skillin των Aardvark, πιστεύω πως ακόμη κι αυτός ο Holger Czukay κάποια στιγμή θα έλεγε «ασταδιάλα» και θα έκλεινε το cd. Τη δεύτερη φορά που το άκουσα, καθάριζα πατάτες για να μαγειρέψω στη κοπέλα μου και παραλίγο να κόψω το χέρι μου δυο φορές – πριν με πάρει ο ύπνος πάνω από τη λεκάνη.

Τι να σου κάνουν μετά οι όποιοι Flea (στην τρομπέτα παρακαλώ!) και John Frusciante που συμμετέχουν στο άλμπουμ, τι να σου κάνει κι αυτός ο έρμος ο σαξοφωνίστας που ώρες ώρες βαράει πιο ωραίες νότες κι από τον Ornette Coleman, τι να σου κάνει και η έμπειρη rhythm section που ακούγεται λες και μόλις βγήκε από το στούντιο των Jane's Addiction, εποχής 'Ritual De Lo Habitual'; Οι δε στίχοι, επειδή αρκετός ντόρος θα γίνει και με δαύτους, είναι επιεικώς απαράδεκτοι και το μόνο στοιχείο που τους κάνει να ξεχωρίζουν από το σωρό είναι η γνωστή William Burroughs-ικη τακτική που χρησιμοποιεί ο Bixler, αυτή του cut-up, για να φτιάξει τα στιχουργικά του ανοσιουργήματα. Σημειωτέον, οι μισοί από τους στίχους απαγγέλλονται στα ισπανικά.

Εκ κατακλείδι, το Frances the Mute είναι σαν ένας γίγαντας με ξύλινα πόδια: είναι εντυπωσιακός, περιέχει όλα τα προσχήματα «ποιότητας», αλλά α) δεν περιέχει ούτε ένα αξιομνημόνευτο τραγούδι, β) είναι αδύνατο να το παρακολουθήσεις μέχρι το τέλος, γ) πάσχει από έλλειψη προσανατολισμού, ενώ δ) διαθέτει μπόλικη φιγούρα και «δαντέλα». Μου φαίνεται ότι στην προσπάθεια τους να βγάλουν όλους τους λαγούς από το καπέλο τους, κάπου ξέχασαν την ουσία και χάθηκαν στο δάσος.

Is There Life On Mars? No, David, the answer is “no”!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured