Δεν είχα ξανακούσει τίποτα για τη μπάντα αυτή προηγουμένως, αλλά αυτό το δίσκο πραγματικά τον περίμενα με κάποιο τρόπο. Είχα δει στις Νύχτες Πρεμιέρας το Searching for the Wrong-Eyed Jesus του Andrew Douglas, ένα ντοκυμαντέρ για τη ζωή στον Αμερικάνικο Νότο, για την ελπίδα και την απουσία της, για τον Παράδεισο και την Κόλαση όπως τα αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι εκεί. Είχα επίσης διαβάσει τη Συγχώρεση της Σώτης Τριανταφύλλου, μια συγκινητική ιστορία που διαδραματίζεται στο Νάσβιλλ, Τεννεσσή. Αυτά ήταν τα πρώτα ταξίδια που έκανα με τα μάτια της ψυχής μου στους επικίνδυνους δρόμους του Αμερικάνικου Νότου, στην ιδιότυπη κοινωνία του και τους σκληροτράχηλους ήρωές του. Το μόνο που έλειπε από αυτό το τριπ ήταν το σάουντρακ. Και να λοιπόν, το Dirty South από τους Drive By Truckers, που βρέθηκε στα χέρια μου ως μάννα εξ’ουρανού. Ένας δίσκος που τον συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσους ενδιαφέρονται για τις μουσικές εξελίξεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και ειδικότερα στα άγνωστα και δύσβατα μονοπάτια του Νότου.

Το γκρουπ γεννήθηκε στο Athens της Georgia, μια από τις μεγάλες μητροπόλεις της alternative/ indie rock σκηνής, με ιδρυτές το Patterson Hood και το Mike Cooley από το Muscle Shoals της Alabama και με συμμετοχή μουσικών από άλλα τοπικά συγκροτήματα της Georgia. Το 1998 κυκλοφόρησε ο πρώτος τους δίσκος, το Gangstabilly, και την επόμενη χρονιά το Pizza Deliverance. Το γκρουπ πέρασε δύο χρόνια κάνοντας περιοδείες στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τις οποίες προήλθε και ο live δίσκος Alabama Ass Whuppin’ που κυκλοφόρησε το 2000. Η αναγνώριση δεν άργησε να έρθει: το 2001, ο δίσκος τους Southern Rock Opera κέρδισε μια κριτική 4 αστέρων από το περιοδικό Rolling Stone, ενώ το 2003 ο δίσκος Decoration Day χάρισε στους DBT τον τίτλο του Συγκροτήματος της Χρονιάς από το No Depression Magazine, το σημαντικότερο περιοδικό της alternative country μουσικής. Μετά από διάφορες αλλαγές στη σύνθεσή τους, το συγκρότημα σήμερα αποτελείται από πέντε μέλη, εκ των οποίων οι τέσσερις κατάγονται από το Muscle Shoals της βόρειας Alabama. Μέχρι τη δεκαετία του 70, η πόλη αυτή υπερηφανευόταν για τον αριθμό των στούντιο ηχογραφήσεων που διέθετε, τους καλλιτέχνες που πέρασαν από εκεί (Percy Sledge, Aretha Franklin, Rolling Stones, Willie Nelson, Rod Stewart, κ.ά.) και τις παγκόσμιες επιτυχίες που ηχογράφησαν, μια σημαντική μουσική παράδοση για τους DBT. Σήμερα τα περισσότερα στούντιο στο Muscle Shoals έχουν κλείσει, ενώ στο θρυλικό στούντιο Fame –το μόνο που υπάρχει ακόμη- οι DBT επιστρέφουν για να ηχογραφήσουν μέρος του τελευταίου δίσκου τους.

Το Dirty South, ο έκτος δίσκος των DBT, αφηγείται ιστορίες από τον Αμερικάνικο Νότο, ιστορίες ανθρώπων που πιστεύουν ότι δεν έχουν επιλογές στη ζωή και καταφεύγουν σε διάφορες εγκληματικές πράξεις για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους.

Πρόκειται για αυθεντικό southern rock, βασισμένο στις μουσικές παραδόσεις και κυρίως στα ακουστικά μπλουζ του Νότου, αλλά ταυτόχρονα ολόφρεσκο, τολμηρό έως και αυθάδη. Οι ηλεκτρικές κιθάρες και το rhythm section ξεκινούν δυνατά, με απίστευτη ενέργεια και δυναμισμό και στη συνέχεια εναλλάσσουν τον ήχο τους με πιο χαλαρά κομμάτια κι αισθαντικές μπαλάντες. Ξεχωρίζουν κάποια υπέροχα ροκ σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας, καθώς κι η πανίσχυρη μπότα του ντραμ σετ που σε παγιδεύει στο ρυθμό της. Ιδιαίτερα γοητευτικές είναι οι διάσπαρτες φολκ πινελιές από το banjo, το pedal steel και το εκκλησιαστικό όργανο, ιδιαίτερα στη νοσταλγική μπαλάντα που κλείνει το δίσκο. Η ηχογράφηση είναι άψογη και μ’ένα καλό στερεοφωνικό σύστημα η ακρόαση γίνεται πραγματική απόλαυση.

Μια ακόμη θετική έκπληξη σ’αυτό το δίσκο είναι ο γλαφυρός, αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικός –έως κυνικός- τρόπος με τον οποίο εξιστορούνται οι διάφοροι μύθοι και ιστορίες: η σκληρή πραγματικότητα της επιβίωσης στο Νότο δεν αφήνει περιθώρια για ρομαντισμό ή δακρύβρεχτους συναισθηματισμούς. Μέσα από μελωδίες που προκύπτουν τελείως φυσικά από τους στίχους και τις στροφές, ακούμε σκοτεινές ιστορίες από την Ποτοαπαγόρευση και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θρύλους για το πώς ένας ανεμοστρόβιλος «ρούφηξε» ένα άνθρωπο και για το θανατηφόρο «ατύχημα» του σερίφη Buford Pusser από το Τεννεσσή, καθώς κι αφηγήσεις για τη μουσική βιομηχανία στο Τεννεσσή την εποχή του Έλβις, του Τζέρυ Λη Λιούις και του Τζόνυ Κας. Δε λείπουν οι αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο: η σκληρή ιστορία ενός άντρα που χάνει τη γυναίκα του από καρκίνο στα χρόνια της διακυβέρνησης Ρήγκαν επειδή δεν έχει κοινωνική ασφάλιση, ο κυνικός απολογισμός και μαζί η κοινωνική κριτική ενός απόκληρου που ζει στην παρανομία, ο μονόλογος ενός ανθρώπου που αναλογίζεται τί επιπτώσεις θα είχε η αυτοκτονία του, αλλά και η φιλοδοξία ενός οδηγού αγώνων να κερδίσει ένα αγώνα ταχύτητας στη μνήμη του πεθαμένου πατέρα του που του είχε δείξει το δρόμο. Δε λείπουν τέλος και οι ιστορίες στον πρώτο πληθυντικό: «μην τα βάλεις με τα παιδιά από την Αλαμπάμα» προειδοποιεί ένα τραγούδι βασισμένο στους θρύλους για τη μαφία των rednecks, κι επίσης «δε θα αλλάξουμε ποτέ», δηλώνει ένα άλλο τραγούδι-«ύμνος» στη μιζέρια και την κοινωνική υποβάθμιση του Νότου. Ο δίσκος κλείνει με το μονόλογο ενός άντρα σ’ένα μπαρ που πίνει για να σκοτώσει τον «καταραμένο μοναχικό έρωτά» του.

Ιδιαίτερα επιτυχημένος είναι ο συνδυασμός στίχων και μουσικής. Ακόμη κι αν κάποιος δεν καταλαβαίνει τον Αγγλικό στίχο, η μουσική των τραγουδιών θα τον ταξιδέψει στα μακρινά τοπία του Νότου και θα του εμπνεύσει μια σειρά από συναισθήματα: άλλοτε διαμαρτυρία, πόνο, μοναξιά, κι άλλοτε δύναμη, αποφασιστικότητα ή συμπόνοια. Σ’αυτό συμβάλλει και το δραματουργικό στοιχείο που είναι έντονο σε όλο το δίσκο και εντείνεται ακόμη περισσότερο μέσα από την παρεμβολή διαφόρων παραδοσιακών οργάνων ή πρόζας σε διάφορα κομμάτια.

Συνοψίζοντας, πρόκειται για ένα πολύ ποιοτικό δίσκο με πολλά δυνατά σημεία, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και το οπτικό μέρος, με τις ταιριαστές, εμπνευσμένες από το πνεύμα του Νότου ζωγραφιές και φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο εξώφυλλο και στο βιβλιαράκι του CD. Και τα δεκατέσσερα κομμάτια είναι ένα κι ένα, αλλά αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποια, είναι το εισαγωγικό «Where the Devil Won’t Stay», το «Puttin’ People on the Moon», το «Boys from Alabama», το δυνατό ροκ «The Buford Stick», το κάντρυ «Daddy’s Cup» και τη μπαλάντα «Goddamn Lonely Love».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured