Πριν από κάμποσα χρόνια, μου είχαν ζητήσει από το κορυφαίο lifestyle περιοδικό της χώρας να γράψω κάποια κείμενα για καλλιτέχνες που θα μας απασχολήσουν με τη μουσική τους στο μέλλον. Ανάμεσά τους ήταν και οι Chemical Brothers (δεν θα σας πω ποιοι ήταν οι υπόλοιποι γιατί θα γελάτε μέχρι αύριο! Εντάξει, θα σας πω έναν : Geri Halliwell!…). Έκατσα λοιπόν και έγραψα το κάτωθι κείμενο:

«Κοιτώντας κανείς από εμφανισιακής άποψης το ντουέτο των Chemical Brothers, δε μπορεί να πιστέψει πως πρόκειται για ένα απ’ τα ονόματα που με τη δράση τους επηρεάζουν όσο λίγα άλλα τα τεκταινόμενα στη σύγχρονη χορευτική σκηνή. Ο ένας απ’ αυτούς, ο Tom Rowlands, μοιάζει με τα ίσια ξανθά μαλλιά του και τα κίτρινα γυαλιά σαν μια μεταλλαγμένη έκδοση της Νανάς Μούσχουρη, ο άλλος δε, ο Ed Simons, θα περνούσε άνετα σαν τον τύπο που αναρωτιέσαι πως στο καλό κατάφερε και χώθηκε στο πάρτυ σου. Αν πάντως αποφάσιζαν να διαλέξουν τη μουσική στο υποτιθέμενο αυτό πάρτυ , το σίγουρο είναι πως τα beats δεν θα έπεφταν ποτέ κάτω από ένα επικίνδυνα υψηλό όριο, όσο για τους καλεσμένους θα ένοιωθαν λες και τους πάτησε μια ψυχεδελική χορευτική μηχανή.Τα “Χημικά Αδέλφια” γνωρίστηκαν το 1989 στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ όπου σπούδαζαν Ιστορία και μιας και απολάμβαναν αμφότεροι το clubbing, άρχισαν να παίζουν οι ίδιοι μουσική σε διάφορα μαγαζιά. Σύντομα η φήμη τους εξαπλώθηκε λόγω των περίεργων μα ευφάνταστων επιλογών τους , όπως και λόγω των συνεργασιών που απ’ την αρχή της καριέρας τους επέλεγαν να κάνουν. ”Είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι απ’ τους ανθρώπους που δουλεύουν μαζί μας απ’ τη στιγμή που δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε εμείς οι ίδιοι. Πέρα όμως απ’ το ότι φωνάζουμε άλλους για να αναλάβουν τα φωνητικά, όλα τα υπόλοιπα είναι απόλυτα δική μας υπόθεση.Και όσο κι αν όλα αυτά τα χρόνια έχουμε επηρεαστεί από μια σειρά από άλλους μουσικούς και djs, αισθανόμαστε πως αυτό που κάνουμε είναι αυθεντικό και εντελώς δικό μας.”

Πράγματι, αν και οι Chemical Brothers βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας με τους ήχους τους και ενίοτε καινοτομούν με τα παζλ που συνθέτουν από ήδη υπάρχουσες μουσικές φράσεις και φρέσκους ηλεκτρονικούς βόμβους , κανείς δεν είναι σε θέση να τους κατηγορήσει πως τρέχουν πίσω από τις μόδες. Απόδειξη και ο νέος τους δίσκος που με τον τίτλο του κιόλας σε καλεί να παραδοθείς (“Surrender”) στη γοητεία της ποικιλίας του. Περιέχει τις δύο νέες σούπερ απογειωτικές τους επιτυχίες, το “Hey Boy Hey Girl” που πλησιάζει τις techno αναθυμιάσεις και το “Let Forever Be” με το φίλο τους Noel Gallagher των Oasis για μια ακόμη φορά στα φωνητικά, μια συνεργασία που είχε ξεκινήσει στο προηγούμενο άλμπουμ του ντουέτο και το οποίο έχει πουλήσει μέχρι σήμερα ούτε λίγο ούτε πολύ δύο εκατομμύρια αντίτυπα. Αυτό αν μη τι άλλο δείχνει πόσο μεγάλο είναι το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού για τη χορευτική σκηνή. Και βέβαια οι Chemical Brothers είναι εδώ για να την υπερασπιστούν: “Μια μουσική σαν τη δική μας ή του Fatboy Slim είναι σχεδόν τέλεια, μουσική που όλοι θέλουν να έχουν στο σπίτι τους και να ακούν. Θαυμάζουμε την τέχνη του και τη θαυμαστή ικανότητα που χρειάζεται να έχει κανείς για να φτιάξει δίσκους σαν τους δικούς του, κι έτσι το να υποτιμάει με τον τρόπο αυτό τον εαυτό του είναι τουλάχιστον ενοχλητικό.”

Οι Chemicals μπορεί να έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, δύσκολα πάντως θα τους ακούσετε να μιλούν για τους εαυτούς τους ακόμη κι αν στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ένα διαφορετικό είδος ποπ αστέρων.

Εξηγούν οι ίδιοι :”Αντιλαμβανόμαστε ότι το κοινό διψάει να μάθει περισσότερα πράγματα για εμάς,μα κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να κάνουμε απ’ τη μεριά μας. Δε θέλουμε να απογοητεύσουμε κανέναν.Στην Αμερική όταν σε ρωτάνε τι κάνεις όταν δεν ασχολείσαι με τη μουσική και απαντήσεις πως αράζεις με τους φίλους σου, το δέχονται ως απάντηση, γιατί το άραγμα είναι μια ενέργεια ξεκούρασης.Όχι όμως κι αλλού…”

Ως εκ τούτου, μοιάζει μάταια η εξερεύνηση της ζωής των Αδελφιών έξω απ’ τις μουσικές τους δραστηριότητες. Απ’ την άλλη, ποιος νοιάζεται για κάτι άλλο εκτός απ’ τις άλλοτε εκκωφαντικές κι άλλοτε απαλές σαν γλυκό ψιθύρισμα προτάσεις τους;”

Περιττό βέβαια να πω ότι το κείμενο δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, για διάφορους λόγους, με τον κυριότερο να είναι ότι δεν έγραφε τίποτε που να αφορούσε τους αναγνώστες. Δηλαδή πληροφορίες του στυλ “είναι κανείς απ’ τους δύο gay;” ή «πουλούσε κανείς τους hot dog στο Camden πριν γίνει γνωστός;”, τέτοια πράγματα… Κατάλαβα λοιπόν γρήγορα ότι δεν ήταν γραφτό να γίνω trend setter της lifestyle δημοσιογραφίας, και καλύτερα εδώ που τα λέμε, γελάω τώρα με αυτούς που είναι… Κανείς πάντως δεν μπορεί να πει ότι δεν προσπάθησα…

Από τότε οι Chemical Brothers έχουν κυκλοφορήσει ένα ακόμη άλμπουμ, το “Come With Us”, που δεν έχει αλλάξει θεαματικά τα πράγματα γύρω απ’ την εικόνα τους και αυτό που κάνουν, θα λέγαμε μάλιστα ότι ο συγκεκριμένος δίσκος πέρασε μάλλον απαρατήρητος, το μόνο που πρόσθεσε ήταν κάποια ακόμη εντυπωσιακά κομμάτια στο ενεργητικό τους, όπως το άπιαστο balearic anthem “Star Guitar” ή τις νέες τους συνεργασίες με τον Richard Ashcroft κυρίως στο “The Test” και την Beth Orton στο “The State We’re In”. Και ακριβώς στις συνεργασίες τους αυτές είναι που στηρίζεται ετούτη η συλλογή, η οποία έρχεται να ανακεφαλαιώσει την πρώτη τους δεκαετία δημιουργίας, κι ενώ το ντουέτο έχει ήδη ξεκινήσει δουλειά για το επερχόμενό του άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη χρονιά.

Από τις πρώτες τους ημέρες λοιπόν, τότε που ονομάζονταν The Dust Brothers – για να το αλλάξουν στη συνέχεια κατόπιν απαίτησης των συνονόματων κι επίσης πολύ επιτυχημένων παραγωγών του Beck και λοιπών άλλων – και τα πρώτα τους βήματα στο Heavenly Social Club – εκεί που γνώρισαν τη Beth Orton και ο ένας βοήθησε τον άλλο για να ξεκινήσουν δύο λαμπρές καριέρες - μέχρι τις μέρες μας που αποτελούν ένα απ’ τα πιο δημοφιλή και ακριβοπληρωμένα ονόματα που μπορεί να έχει κανείς πίσω απ’ την κονσόλα ενός κλαμπ ή μιας αχανούς αρένας, οι Chemical Brothers καταπιάστηκαν με όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της χορευτικής μουσικής και όχι μόνο, φλερτάροντας δε διαρκώς με την ποπ φόρμα και τα τραγούδια που έχουν τη δύναμη να κολλήσουν στα charts και το μυαλό των ακροατών. Την εντυπωσιακή αυτή πορεία σκιαγραφεί το διπλό αυτό cd με λίαν ικανοποιητικό τρόπο, αν και αρκετά προβλέψιμο τελικά.

Όπως προείπαμε, εδώ περιέχονται όλες οι μεγάλες τους επιτυχίες και οι περισσότερες απ’ τις συνεργασίες τους με γνωστούς και ελκυστικούς σαν ονόματα τραγουδιστές. Τα δύο κομμάτια τους με τον Noel Gallagher (το “Setting Sun” παραμένει μια απ’ τις εκρηκτικότερες και πιο ευφορικές στιγμές που γνώρισαν ποτέ οι χορευτικές πίστες, έτσι όπως το beat του “Tomorrow Never Knows” των Beatles εφορμά σαν βομβαρδιστικό αεροπλάνο και διαμελίζει οτιδήποτε βρεθεί μπροστά του), το “Out Of Control” με τον Bernard Sumner των New Order, το “The Test” που προαναφέραμε, το “The Private Psychedelic Reel” που έκαναν παρέα με τους Mercury Rev, συν δύο καινούργια κομμάτια που αποτελούν νέες εκπλήξεις.

Το πρώτο ονομάζεται “Get Yourself High” και στα φωνητικά συναντάμε τον Καναδό ράπερ K-OS, όπου τον ακούμε να τραγουδάει στους στίχους : «Μην το αφήνεις επάνω μας / για να φτιαχτείς». Αυτό φέρνει στο νου μου τη φορά που είχα δει στο Λονδίνο ζωντανά τους Chemical Brothers (δυστυχώς, είχα χάσει την εδώ μοναδική μέχρι σήμερα εμφάνισή τους), όπου η πώληση χαπιών μέσα στη συναυλιακή αίθουσα ήταν από ένα σημείο και μετά τόσο καταφανέστατη, ώστε ανάμεσα στο κοινό περιφέρονταν άτομα που φώναζαν “pills” λες και πουλούσαν ντομάτες στη λαϊκή! Το άλλο είναι το “The Golden Path” που έγραψαν μαζί με τους Flaming Lips, το οποίο κερδίζει από την πονηρή αίσθηση μελωδίας των Αμερικανών και την ευφάνταστη ενορχήστρωση των αγαπητών μας Αδερφών. Από τα καλύτερα κομμάτια της φετινής χρονιάς!

Κατά τα άλλα, δεν λείπουν ούτε το “Hey Boy Hey Girl”, ούτε το “Block Rockin’ Beats” (με το sample από το “Coup” των 23 Skidoo και ringtone στο κινητό μου για καμιά διετία!), ούτε βέβαια και οι πρώτες τους απόπειρες για την Junior Boy’s Own “Song To The Siren” (καμία σχέση παρεμπιπτόντως με το ομότιτλο κομμάτι του Tim Buckley) και “Chemical Beats”.

Στο δεύτερο cd υπάρχουν 11 ακόμη κομμάτια που συμπληρώνουν την εικόνα με λίγο περισσότερο απρόβλεπτο τρόπο. Η συνηθισμένη μίξη από δεύτερες πλευρές, ακυκλοφόρητα (πέντε τον αριθμό αν τα μετράτε αυτά!) και live εκτελέσεις προσπαθεί να γεμίσει τρύπες που κάποτε μοιάζουν χαώδεις. Είναι ευχάριστο να υπάρχει το “Elektrobank” έστω και ζωντανά ηχογραφημένο (από το Roxy της Νέας Υόρκης και το 1996, αν και εδώ μπαίνει το θέμα του τι και πόσο παίζουν live. Όπως όμως μου είχε πει σ’ εκείνη τη συναυλία ο Rob Deacon «αυτό μόνο εκείνοι είναι σε θέση να το γνωρίζουν!»), καλοδεχούμενο το “Delik” με τον Tim Burgess των Charlatans στα φωνητικά (η συνεργασία τους είχε και συνέχεια στο “Life Is Sweet” μέσα στο πρώτο τους άλμπουμ) και το “Not Another Drugstore” με τον Justin Warfield των One Inch Punch, μα είναι δυνατόν να απουσιάζει το “Music:Response” από εδώ μέσα; Ή το “It Began In Afrika”;

Ας μην είμαστε γκρινιάρηδες όμως. Η συλλογή αυτή δείχνει ακριβώς το πόσο σπουδαίο παρελθόν έχουν ήδη καταφέρει να χαράξουν οι δύο κολλητοί, και το πόσο ευοίωνο διαγράφεται το μέλλον μπροστά τους. Θέλοντας και μη, η μουσική τους μας έχει αναγκάσει μέχρι σήμερα να παρακολουθούμε τις κινήσεις τους με αμείωτο ενδιαφέρον, και κατά τα φαινόμενα, αυτό δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει. Παραείναι καλοί για να ξεπέσουν και να αναλωθούν σε χρυσές μετριότητες, έτσι δεν είναι;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured