Πως μπορείς να ξεχωρίσεις το fake από το αληθινό και το φρέσκο από κάτι που φοράει έντονα πάνω του την στάμπα της αντιγραφής; Ας το δούμε με κοινωνιολογικά δεδομένα: Aς υποθέσουμε ότι υπάρχουν δυο κοπέλες, οι οποίες αμφότερες είναι ελκυστικές. Η μια από αυτές τα έχει πολύ καλά με τον εαυτό της ενώ η άλλη έχει καταληφθεί από τις κλασικές γυναικείες εμμονές του στυλ «δεν είμαι όμορφη, πρέπει να αδυνατίσω –αν και είμαι 54 κιλά- κτλ». Πως θα καταλάβουμε ποια από τις δυο είναι η ψυχαναγκαστική και ποια η «φυσιολογική»; Μα από τον τρόπο που αυτές βάφονται πριν βγουν έξω. Αυτή που τα έχει πολύ καλά με την σεξουαλικότητα και τον ερωτισμό που εκπέμπει, θα κοιτάξει απλά να τονίσει ελαφρά τα σημεία εκείνα του προσώπου της που αποτελούν τα «δυνατά» της χαρακτηριστικά και θα προσπαθήσει να μειώσει λίγο τις όποιες ατέλειες της, ενώ η άλλη κοπέλα θα μοιάζει σαν φράκτη εκκλησιαστικού κτήματος που τον έχουν περάσει επτά χέρια μπογιά προκείμενου να κρύψει την έλλειψη αυτοπεποίθησης της.

Οι Wannadies ανήκουν στην πρώτη κατηγορία: δεν χρειάζονται περιττά στολίδια για να αναδειχτεί η ομορφιά της μουσικής τους, ούτε πάσχουν από σύνδρομο κατωτερότητας για να φορτώσουν την παραγωγή με πάσης φύσεως ήχους προκειμένου να μην δείχνει «άδεια» και κενή. Δεν ξέρω αν ο Διευθύνων Σύμβουλος της νέας τους εταιρείας, της Cooking Vinyl, είναι Ταοιστής στο θρήσκευμα, αλλά ακόμη αναζητώ αυτόν που τους πέταξε την ιδέα να κάνουν ένα άλμπουμ 'ying - yang', ένα 'Before' κι ένα 'After'. Η αρχική ιδέα προέβλεπε την ηχογράφηση ενός διπλού άλμπουμ, όπου το πρώτο cd να αποτελείται από τραγούδια χαρούμενα, ιδανικά για ακρόαση πριν της Σαββατιάτικη έξοδο μας και το δεύτερο cd να περιέχει πιο νταουνιαρικα κομματάκια, που θα ταίριαζαν περισσότερο στο hangover κλίμα της επόμενης ημέρας. Μια αντίθεση γρήγορου-αργού, χαρούμενου –μελαγχολικού κι ούτω καθ’ εξής , στα πρότυπα ενός 'ying - yang' δίσκου.

Ο δίσκος τελικά βγήκε μονός. Η μπάντα από το Skelleftea κατόρθωσε να φτιάξει μια συλλογή τραγουδιών σαν να βγήκε από τις ένδοξες χαρούμενες μέρες των τελών της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές των Nineties, όπου ακόμη δεν αποτελούσε ντροπή και όνειδος να σιγοψιθυρίζεις τα αγαπημένα σου τραγούδια την ώρα που κάνεις την βόλτα σου στον πιο κεντρικό δρόμο των μεγαλουπόλεων. Δώδεκα τραγούδια άκρατου οπτιμισμού και ταυτόχρονης μελαγχολίας, που χωρίς να τους απομακρύνουν από το πρότερο ενίοτε έντιμο βίο τους, εντούτοις κρατάνε τις απαραίτητες αποστάσεις, σαν να λένε «κοιτάξτε, έχουμε μπει σε μια νέα φάση της καριέρας μας». Ογδοντιλα λοιπόν και ξερό ψωμί σε μια μουσικά χρονική περίοδο που θεωρείται uncool να περνάς καλά ακούγοντας καθαρόαιμη ποπ μουσική και οι χώροι συναυλιών έχουν μεταβληθεί σε Βουδιστικούς ναούς, όπου αν τυχόν τολμήσεις και μιλήσεις κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας post rock μπάντας, θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος ώστε να κατακεραυνωθείς από τους γύρω σου με ένα μεγαλοπρεπές «σσσσσσσσσσσσσς», όπως πολύ σωστά επισήμανε στο community κι ένας αναγνώστης του Αβοπολις. Σαν πολύ στα σοβαρά έχουμε πάρει τη μουσική μου φαίνεται…

Το σήμα κατατεθέν κάθε συγκροτήματος από την Σκανδιναβία είναι το catchiness των τραγουδιών τους, η μοναδική τους ικανότητα να δημιουργούν τρίλεπτα ποπ τραγουδάκια χωρίς να το κουνάνε ρούπι από την κλασική φόρμα της ποπ τραγουδοποιιας. Ρower chords, εθιστικά ρεφρενακια και μελωδίες ευκολομνημονευτες: αυτά είναι τα στοιχεία της μουσικής τους. Το Before διαθέτει σε O.D. όλα τα προαναφερθέντα ενώ το δεύτερο μέρος. Tο After, μοιάζει σαν να μαζεύτηκαν όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο και να τσάκισαν το Pro Tools και τα υπόλοιπα μουσικά software, γεγονός που το καθιστά αυτομάτως περισσότερο ζεστό, συναισθηματικό, μελαγχολικό και γλυκόπιοτο από το πρώτο power pop section.

Από το πρώτο κοφτό ριφακι του Little By Little νιώθεις την διάθεση σου να ανεβαίνει σε δυσθεώρητα ύψη. Το αδιαφιλονίκητα χαριτωμένο «punkishness» της μουσικής τους συνεπικουρούμενο από το αεικίνητο οργανάκι της Κριστινα οδηγούν στο Nothing Wrong, ένα κομμάτι χωρίς ευδιάκριτο ρεφρεν και με μια χροιά κιθάρας που αμέσως υποδηλώνει ποια ήταν η αγαπημένη τους μπάντα εκεί στα τέλη των Eighties. Ίσως για τον λόγο αυτό να αποτελούν και το ιδανικότερο support για τον Frank Black και τους Καθολικούς του. Το 'Piss on You', μια από τις πιο αδύναμες μουσικά στιγμές του cd αλλά με απείρως περιπαιχτικούς και κυνικούς στίχους που απευθύνονται από το έναν ερωτικό σύντροφο στον άλλον μετά το πέρας μιας ανεπιτυχούς σχέσης και που, λόγω του τίτλου του, δεν ενδείκνυται για πάσχοντες από ουρολοίμωξη ή συχνοουρία. Το 'Skin' είναι αδιαμφισβήτητα το πιο γερο χαρτί του δίσκου και σίγουρα ένα από τα κομμάτια που θα μας απασχολήσουν όταν σε ένα μήνα θα συντάξουμε την λίστα με τα καλύτερα σινγκλ της χρονιάς. Αδρεναλίνη και ευφορία σε ισόποσες δόσεις, σαν να διασκευάζουν το Debaser οι Six By Seven. Στο ίδιο κλίμα και το ‘Uri Geller’, ένα από τα καλύτερα ποπ πυροτεχνήματα της χρονιάς, θα ακουστεί πολύ αλλά ο κόσμος θα το βαρεθεί μάλλον εύκολα γιατί δεν διαθέτει την σπιρτάδα των υπόλοιπων σινγκλ. Και το πρώτο μέρος κλείνει με το Αll over me κι ένα από τα γνωστά και μη εξαιρετέα σόλο-keyboards της Κριστινα για middle eight, τουλάχιστον εδώ όμως απέφυγε τους μακροσκελείς αυτοσχεδιασμούς που γέμιζαν ηχητικά το προηγούμενο άλμπουμ τους, το Yeah.

Οι φωνητικές αντιπαραθέσεις αλά –crooning των Sixties της Christina και του Per κυριαρχούν στο 'Disko' , ένα κομμάτι που αρχίζει με τα χαρακτηριστικά της rhythm section των Funk Bothers και του ήχου της Motown και τελειώνει με ένα Peter Hook -ικο ιντερλούδιο βγαλμένο από τις πρόβες του Foxbase Alpha. To dub-styled Singalong Son είναι ο,τι πιο ευχάριστο δεν κατάφεραν ποτέ να γράψουν οι Boo Radleys και οι Divine Comedy ενώ το 'Come with me (Till Things get better)' στηρίζεται στο 'ντα ντα ντα' trademark της εν γένει Σκανδιναβικής σχολής και θα μπορούσε άνετα να είναι b side στο El Salvador των Athlete (και για όσους αναρωτιούνται, αυτό αποτελεί κομπλιμέντο, δεν είναι κακό να σου αρέσουν οι Athlete -το Vehicles And Animals είναι από τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς). Στο ίδιο πνεύμα και το Happy, ακούγεται κατά πολλοίς σαν το δίδυμο αδελφάκι του Come with me. Ψήγματα brit pop στο Can’t Stop You, με το ηλεκτρικό πιανάκι να κάνει όλη τη βρώμικη δουλειά και να αφήνει χώρο για την φωνή του Per να οδηγήσει στο ειρωνικά τιτλοφορημένο Love Letter και να κλείσει ιδανικά έναν δίσκο θαρρείς φτιαγμένο για Κυριακάτικα πρωινά (χωρίς όμως το hangover της προηγούμενης βραδιάς…). Το Before And After αποδείχτηκε τελικά ένα πολύ γλυκό σοκολατακι φτιαγμένο από τις ηχητικές πραλίνες των Go Betweens, τη ζάχαρη των Blue Nile, και το παντεσπάνι των Pastels. Αλλά όπως κάθε γλυκό που σέβεται τον εαυτό του, αν κάνετε κατάχρηση θα λιγωθείτε πολύ γρήγορα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured