«Όχι άλλα κλαρίνα και τζουράδες» πολλοί ανεφώνησαν, «όχι άλλες κιθάρες και σαξόφωνα» ουδείς...;
Όποτε η συζήτηση έρχεται σε εκείνο που ονομάζουμε «παράδοση» (εννοώντας την ανώνυμη δημοτική δημιουργία) και τους καλλιτέχνες που επιχειρούν έναν διάλογο με αυτήν, δύο οπτικές συγκρούονται συνήθως. Η μία, η πιο «αστική», βλέπει το θέμα με καχυποψία και χλευασμό: επιτέλους, δεν θα έπρεπε να τελειώνουμε κάποια στιγμή με τον επαρχιωτισμό και τη φυσιολατρία; Η άλλη, πάλι, επιχαίρει· συχνά με ενθουσιασμό, τύπου «ουάου, κάποιος σκέφτηκε να φέρει αυτά τα ξεχασμένα στοιχεία στο σήμερα!».
Όμως, όσο νόημα έχει να φωνάξεις «σταμάτα» σε ένα ποτάμι το οποίο κυλά από τότε που υπάρχουν άνθρωποι, άλλο τόσο σοβαρό φαντάζει να το χειροκροτήσεις απλώς επειδή υπάρχει. Το μόνο ουσιαστικό ζήτημα, τελικά, είναι αν πίνεται το νερό.
Οι Babo Koro, λοιπόν, δεν είναι ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι που μας σερβίρουν από το περιεχόμενο αυτού του ποταμού. Εμπνέονται από την εν λόγω παράδοση και επιχειρούν να τη δουν υπό το πρίσμα άλλων παραδόσεων, ενδεχομένως πιο πρόσφατων, πιθανότατα πιο «δικών» τους. Στην περίπτωσή τους, μια προφανής αναφορά είναι οι Mode Plagal. Όμως υπάρχει και μια prog συνιστώσα σε αυτό που κάνουν, η οποία μου έφερε στον νου τους Kula Shaker(!) του “Great Hosannah” –κι αν θέλετε το πιστεύετε.
Η σύνθεση της μπάντας είναι επταμελής: Σωτήρης Τσακανίκας (κιθάρα, μπουζούκι, φωνή, μουσική, ενορχήστρωση), Δημήτρης Αναστασίου (βιολί, μουσική, ενορχήστρωση), Κώστας Νικολόπουλος (ακορντεόν, μουσική, ενορχήστρωση), Αντιγόνη Μπασακάρου (φωνή), Αποστόλης Μπουρνιός (κρουστά), Γιάννης Δίσκος (σαξόφωνο, κλαρίνο) & Μιχάλης Δάρμας (κοντραμπάσο). Όλοι τους έχουν προφανέστατα υψηλή τεχνική κατάρτιση, όμως δεν επαφίενται σε αυτήν για να κάνουν παιχνίδι. Αντίθετα, τη θέτουν στην υπηρεσία ιδιαίτερα στέρεων συνθέσεων.
Η διάθεσή τους είναι συχνά πανηγυρική και η μετουσίωση των ποικίλων επιρροών τους σε απολύτως πιστευτά σχήματα προβάλλει αβίαστη. Συνάμα, η θεματολογία των τραγουδιών (Σωτήρης Τσακανίκας και Χρήστος Παπαναγιώτου οι στιχουργοί) πραγματεύεται τη ζωή με αισιοδοξία, αβαντάροντας τη δράση, τη συνέργεια και την ανοχή. Ακόμα και ο Σίσυφος, που ως μυθολογικός ήρωας έχει μια σκοτεινή ιστορία, σπρώχνει τον βράχο του στην ανηφόρα φορώντας ένα αδάμαστο χαμόγελο στα χείλη.
Ένα ατού των Babo Koro, ως προς την επικοινωνία αυτού που κάνουν, είναι και ο τρόπος με τον οποίον στήνουν τον ήχο τους. Μπορεί εντός του να εντοπίζονται παραδοσιακά ηχοχρώματα (όπως κλαρίνο και σαντούρι), όμως κανένα τους –όπως και οποιοδήποτε άλλο– δεν χρησιμοποιείται με επικυριαρχική διάθεση. Κι έτσι η επιχειρούμενη γεφύρωση των Βαλκανίων με την ευρύτερη Μεσόγειο γίνεται σε ανοιχτό χωράφι, χωρίς κραυγαλέες ακροβασίες που θα έκαναν ένα κομμάτι του κοινού να τσινήσει. Όσο για το φωνητικό πεδίο, η έξοχη Αντιγόνη Μπασακάρου το κατακτά με άνεση, βοηθούμενη και από συμμετέχοντες όπως ο πάντα κεφάτος Λεωνίδας Μπαλάφας και οι εξαιρετικές Γιασεμί (Μάρθα Μαυροειδή, Ειρήνη Δερέμπεη, Μαρία Μελαχροινού).
Αν θέλετε ενστάσεις, πάντως, υπάρχουν και τέτοιες –η εξής μία, δηλαδή, που αφορά την επιλογή της ομάδας να σπάσει τη ροή του δίσκου κάπου στο μέσο, παρεμβάλλοντας δύο gypsy jazz απόπειρες (“Έτσι Θα Περάσουμε”, “Η Κουρδιστή Ροδιά”). Είναι μια χαρά γι’ αυτό που είναι τα εν λόγω τραγούδια, όμως μοιάζουν τόσο παράταιρα μέσα στο συγκεκριμένο σύνολο, προκαλώντας τέτοιο ρήγμα στην κατά τα άλλα απίστευτα συμπαγή πρόταση των Babo Koro, ώστε θέτουν σε αμφισβήτηση το κριτήριο της ομάδας. Λίγο να παρασυρθείς, δηλαδή, κι αρχίζεις να σκέφτεσαι πόσο κοντά ηχούν τα «γκάτζο ντίλο» και «μπάμπο κόρο»...
Δεν είναι βέβαια ικανές αυτές οι σκιές να χαλάσουν τη συνολική εικόνα, η οποία σχηματίζεται μέσα από θελκτικότατα τραγούδια όπως τα “Γέλα Μου”, “Είν' Ο Έρωτας”, “Ο Ξένος” και “Σίσυφος”. Μια εικόνα που λέει ότι οι Babo Koro, κι ας μην είναι «καινοτόμοι» ως προς τις προθέσεις, είναι πάντως εξαιρετικοί στο να περνούν το μήνυμά τους στον ακροατή. Κι ότι με τη ζωογόνα και γιορτινή διάθεσή τους, αγγίζουν κάτι που πολλοί δεν κατάφεραν να αντιληφθούν ποτέ: τη μακρά παράδοση τούτου του τόπου να αναζητά το φως μέσα στην τραγωδία –και να το βρίσκει.
Κάπως έτσι, το ντεμπούτο τους προκύπτει ασυνήθιστα συμπαγές και εύστοχο, ικανό να κολλήσει στο repeat για καιρό.
ακούστε ολόκληρο το άλμπουμ μέσω BandCamp, εδώ