Στον φαινομενικά επίγειο παράδεισο των Λωτοφάγων της Οδύσσειας, υπήρχε κάτι το δυσοίωνο. Η βρώση του γλυκού λωτού δεν έσβηνε μόνο τις έννοιες, μα και τα συναισθήματα, την προσωπικότητα· αντικαθιστώντας τα με μια ευτυχία της αφασίας
 
Εκείνο το δυσοίωνο πραγματεύονται και οι Λωτοφάγοι του Δημήτρη Παπαδημητρίου, οι στίχοι βασικά του Χρήστου Παναγιωτοπούλου (ναι, ο διευθυντής ειδήσεων του MEGA). Οι δικοί τους βέβαια Λωτοφάγοι «κλαίνε τα βράδια», αν πιστέψουμε στο εισαγωγικό σημείωμα· αλλά στο φως της μέρας η ονειρική αφασία της ομηρικής διήγησης ανήκει εδώ σε έναν κόσμο σύγχρονο, σκληρό, καυστικό, άμεσα διασωληνωμένο με τη «δημοκρατία των πουλημένων ψήφων», την «επιτυχία των στατιστικών», την έλλειψη ήθους. 
 
Λόγια βαριά, λοιπόν, και (συνεκδοχικά) φιλοδοξίες μεγάλες εκ μέρους των δύο δημιουργών. Ο μεν Παναγιωτόπουλος θέλει προφανώς να μιλήσει για την εποχή μας· ο δε Παπαδημητρίου να φτιάξει έναν δίσκο με λογική κύκλου τραγουδιών, όπως τους έκαναν δηλαδή παλιά –κι όπως τους έκανε και ο ίδιος κάποτε, πριν το όνομά του γίνει συνώνυμο του «μουσική και τραγούδια από την τάδε τηλεοπτική σειρά του MEGA» (νάτο το MEGA, πάλι). Έναν δίσκο έντεχνο, Δυτικό μαζί κι ελληνικό, με αέρα από τα χρυσά για τον συγκεκριμένο ήχο 1990s, υποστηριγμένο από βαριά ερμηνευτικά χαρτιά: Ελένη Βιτάλη, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Γιώργος Μαργαρίτης, Σταμάτης Κραουνάκης, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Πάνος Κατσιμίχας, συν τη Φωτεινή Δάρρα σε 2 τραγούδια. 
 
Στο δια ταύτα, όμως;
 
Στο δια ταύτα, λίγα πράγματα. Ο μεγάλος κερδισμένος είναι ο  Παπαδημητρίου, ο οποίος αποδεικνύει πως δεν έχει χάσει τη συνθετική του ενάργεια, τους τρόπους του να γίνεται κατά το δοκούν λόγιος, ηλεκτρικός και λαϊκός, Έλλην μα και πολίτης του (Δυτικού) κόσμου μαζί. Οι Λωτοφάγοι είναι, μουσικά, το πιο ενδιαφέρον του άλμπουμ μετά τα Τραγούδια Για Τους Μήνες (1996): μια δουλειά βαρυκόκαλη, με αδρές μελωδίες και συχνά καταπληκτικές ενορχηστρώσεις. Και είναι στον συνθέτη, επίσης, που πρέπει να πιστωθούν νομίζω και οι θαυμάσιες ερμηνείες τις οποίες ακούμε εδώ. 
 
Ο Παπακωνσταντίνου λ.χ. είναι αφοπλιστικός στο "Του Χθες Οι Βαλίτσες" και συγκρατημένα βροντερός στο "Δάκρυ Κιμωλία", όπως δηλαδή θα έπρεπε να ερμηνεύει συχνότερα· η Αρβανιτάκη θυμίζει παλιές δόξες στο "Αλεξανδρινό Ρόδο"· το ηρωικό λαϊκό παράπονο της Βιτάλη παραμένει κοφτερό ("Ο Χορός Των Κολασμένων")· ο Κραουνάκης τραγουδά τόσο βιωματικά τους στίχους «Ακριβές μου αυθαιρεσίες, ασταθείς μου ισορροπίες / Σπίθες σβήνω μα φουντώνουν πυρκαγιές», ώστε είναι αδύνατον να μην σε συγκινήσει· και ο Πάνος Κατσιμίχας –τον οποίον συνήθως τρώει η υπερβολική σοβαρότητα και η κατήφεια όταν στέκεται πίσω από το μικρόφωνο– φαντάζει απρόσμενα, καλοδεχούμενα γλυκός στο "Φόβοι Περίστροφα". Ακόμα και η Φωτεινή Δάρρα τραγουδάει μια χαρά τον "Ρομπέν Των Θαλασσών", ψέματα να μη λέμε. 
 
Όμως οι στίχοι προδίδουν τον δίσκο: του κάνουν διαρκώς χαλάστρα, αναγκάζοντας τον πήχη του να μετατοπίζεται πιο χαμηλά από τις αληθινές του δυνατότητες. Πρώτα-πρώτα, αδυνατώ να βρω τι σχέση έχουν με το επιδιωκόμενο concept αυτές οι αστικές, κοσμοπολίτικες αναρωτήσεις του Χρήστου Παναγιωτόπουλου, με τη διακριτική τους ροπή προς τις (συν)αισθηματικές υποθέσεις (του ατόμου σε σχέση με τον άλλον ή με τον εαυτό του). Δεν ξέρω αν ήταν δεδομένο πως ο διευθυντής ειδήσεων του MEGA –για τις οποίες όλοι αποκτήσαμε άποψη τα τελευταία χρόνια– θα αποτύγχανε να μιλήσει «ευθέως για αυτά που ζούμε», όπως είμαι σίγουρος πως πολλοί θα πουν. Ωστόσο γίνεται σαφές πως αποτυγχάνει.
 
Γιατί και αφήνοντας κατά μέρος τα βαρύγδουπα concept και τις δημοκρατίες των πουλημένων ψήφων, οι στίχοι των Λωτοφάγων χάνουν συχνά το ζητούμενο, έτσι όπως παίζουν με τις λέξεις. Κακοτεχνίες σε καμία περίπτωση δεν είναι,  εδώ κι εκεί εντοπίζονται μάλιστα αξιοπρόσεχτα πράγματα, δοσμένα με σπίθα και ευαισθησίες. Επικρατεί όμως εκείνη η θολή ποιητικότητα που έχει γονατίσει το έντεχνο τραγούδι χρόνια τώρα. Και υπάρχει ξέρετε βασικότατο πρόβλημα αν ένας δημιουργός θέλει (κατά δήλωσή του) να μιλήσει για τις ζωές μας στο σήμερα και μετά μας αναγκάζει ν' ακούμε πράγματα τύπου «Σαν βιασμένος βιαστής που απορρίψαν όσες τυράννησε ψυχές κι όσες του λείψαν» ("Ρομπέν Των Θαλασσών"), «Πόρνης φιλί και Παναγιάς κερδίζεις όταν κερνάς σφηνάκι την ψυχή σου» ("Φόβοι Περίστροφα") ή «Οι ματιές μας μετανάστες σε βαγόνια ανταμώσαν / Γερασμένοι επαναστάτες που σπαθιά παράδωσαν» ("Αλεξανδρινό Ρόδο"). 
 
Έτσι, δεν γίνεται δουλειά. Να μη μας φταίει μετά η παιδεία, οι εποχές, τα πρότυπα –το δεν ξέρω τι– αν δεν μπορούμε να αρθρώσουμε δυο λέξεις με νόημα· αν αντί να μιλήσουμε για την εποχή μας και για τις καρδιές μας με λόγια σταράτα, μπουρδουκλωνόμαστε. Κρίμα για τις μουσικές και τις ερμηνείες των Λωτοφάγων, μα το πηλίκο είναι μετριότης, μετριότης, μετριότης... 
 

{youtube}0E61c4OxNGQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured