Ο Κραουνάκης, τηρουμένων των αναλογιών, στέκεται μόνος στο τέλος εκείνης της γραμμής του χρόνου που ενώνει όλους τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες (ο προσδιορισμός αφορά μουσικότητα, όχι εθνικότητα), απ’ τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Μοιάζει με τελευταίος των Μοϊκανών, όχι μόνο λόγω σημαντικού έργου, αλλά εξ’ αιτίας του ελληνοκεντρικού του τρόπου. Μην πάει ο νους σας σε τίποτα εθνικοπατριωτικές κορώνες περί γαλανόλευκης τέχνης, άλλωστε ο ίδιος συνοριακά κουφός δεν υπήρξε ποτέ, απλώς αφετηρία του στάθηκε πάντα η ελληνική μουσική παράδοση. Το χατζιδακικό σύμπαν ερωτεύτηκε νωρίς, οι μπάσες χορδές της Μοσχολιού τον άφησαν με το στόμα ανοιχτό στα νιάτα του. Πέραν των παραπάνω, ούτε μια στιγμή δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αυτοεξοριστεί σε κανένα γυάλινο πύργο: πάντα λειτουργούσε ως σημαίνων κρίκος ενός εξελισσόμενου κύκλου (θυμηθείτε τους ερμηνευτές που ανέδειξε), κι απ’ την άλλη διαχειρίστηκε ακομπλεξάριστα τη μαζικότητα – όχι με τη μανατζερίστικη έννοια – δίχως να καταντήσει δουλικό της.Ο υπερκείμενος βαρύγδουπος πρόλογος διεκδικεί λόγο ύπαρξης στο παρόν κείμενο, γιατί τούτη η ζωντανή ηχογράφηση μας βολτάρει απνευστί σε γωνιές και πλατώματα της δημιουργικής του πλατείας. Μόνο που εδώ το σόου είναι «one man», δεν έχει Μοσχολιού, Πρωτοψάλτη, Μακεδόνα ή Παπίου. Ο Κραουνάκης, πέραν από κεντρικό πρόσωπο της παρτιτούρας και της χρησιμοποιημένης κόλλας χαρτιού, αναλαμβάνει αντίστοιχο ρόλο και επί της σκηνής. Όσο διαλεχτή και ν’ ακούγεται η μπάντα ή άξια λόγου να μοιάζει η συμμετοχή της Ελεάννας Καραντινού και του Χρήστου Μουστάκα (Σπείρα-Σπείρα), εν τέλει όλα περιστρέφονται γύρω απ’ το ενισχυμένο σκαμπό του πιάνου. Επί δύο ώρες και μισή ακόμα, η γνωστή πληθωρικότητά του μεταφέρεται εμπρός στο μικρόφωνο για να αναμετρηθεί με τα ίδια του τα δημιουργήματα – εξ ολοκλήρου ή κατά το ήμισυ. Υποδείγματα ανανέωσης παραδοσιακών φορμών (“Κυκλοφορώ Κι Οπλοφορώ”), αριστουργηματικά αποτυπώματα θηλυκο-κοινωνικών συμπλεγμάτων (“Μαμά Γερνάω”), αστικές γιορτές με μια ακαταμάχητη λαϊκότητα (“Τα Λαϊκά”), εσωστρεφείς εξωστρέφειες (“Κόκκινα Γυαλιά”) και πιο πρόσφατες συμπυκνωμένες υπαρξιακές τραγωδίες, δυαδικής φύσης (“Αυτή Η Νύχτα Μένει”). Η ακόρεστη δίψα για ζωή του Κραουνάκη και οι, εδώ και χρόνια, συνεχιζόμενες προζάτες αναζητήσεις του φτάνουν από μόνες τους να καταστήσουν το αποτέλεσμα γοητευτικό. Μπορεί ο ίδιος να μην διαθέτει τίποτα αξιομνημόνευτες φωνητικές ικανότητες, αλλά αν θέλετε τη γνώμη μου ποτέ η έλλειψή τους δεν υπήρξε αρκετή για να κρίνει ουσιαστικά την ικανότητα ενός ερμηνευτή. Επειδή, όμως, κατέληξα να αγιογραφώ, ας καταθέσω και τις ενστάσεις μου. Η αναζήτηση νέων προκλήσεων αναμφίβολα αποτελεί απόδειξη καλλιτεχνικού ζειν, νομίζω, όμως, πως στη περίπτωσή μας δεν έχουμε να κάνουμε με πρόκληση. Περισσότερο με προσωπικό εορτασμό των κεκτημένων μου μοιάζει τούτη η συναυλία παρά με φρέσκια κατάθεση. Οι εναλλακτικές εκτελέσεις των τραγουδιών, απ’ τη φτιάξη τους, στοχεύουν στην εξυπηρέτηση της εκδήλωσης και σπάνια μπορούν να σταθούν άξια πλάι στους προγόνους τους. Επιστρέφω για λίγο στα “Κόκκινα Γυαλιά” και την εσωστρεφή εξωστρέφειά τους, η οποία μετατρέπεται σε σκέτη εξωστρέφεια στο βωμό μιας μοντερνίζουσας διάθεσης – πολύ κοντά στην αντιμετώπιση που του επεφύλαξαν πρόσφατα οι Εmigre, μ’ εκείνο το απλουστευτικό remix τους. Προφανώς και ο Κραουνάκης έχει κάθε δικαίωμα (αν όχι αυτός ποιος άλλος ενεργός Έλληνας συνθέτης;) να γιορτάσει τη διαδρομή του, απλά θεωρώ πως τέτοιου τύπου συναυλίες κινδυνεύουν πολλές φορές να μετατραπούν από πολύτιμες διαδραστικές εμπειρίες, σε περίεργες βραδιές εγκεφαλικού ναρκισσισμού.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured