Πριν από μερικά χρόνια, είχα διαβάσει στο blog του Στυλιανού Τζιρίτα το εξής εύστοχο περί του Καναδού σαξοφωνίστα/πολυοργανίστα, αναφορικά με την «αποδοχή» του στο εγχώριο “avant-garde” ακροατήριο, ελέω της indie session διαδρομής του. Έγραφε λοιπόν ο Τζιρίτας επ’ αφορμής του δίσκου όπου ο Stetson διασκεύαζε Henryk Górecki «Η περίπτωση του Colin Stetson μπορεί να έγινε ευρέως γνωστή από τις session δουλειές του με μπάντες όπως οι Arcade Fire αλλά αυτό δεν είναι λόγος που αιτιολογεί την θυμηδία των θιασωτών της πειραματικής σκηνής (όπου πολλά προσωπικά έργα του Stetson ανήκουν) στην ημεδαπή. Αφενός είναι σαν να λοιδορείς τον Φλώρο Φλωρίδη για τα φυσήματα του στους Χειμερινούς Κολυμβητές και αφετέρου ο ίδιος ο Stetson δεν τα θεωρεί session τα πρωτοαναφερθέντα (όπως και ο Φλωρίδης εξάλλου).»  Ακόμη κι αν η μετέπειτα καταγραφή έχει πολλά πλοκάμια, προφανώς και τα session credits του, αποτελούν εν πολλοίς παραπειστικό προσκλητήριο για την προσωπική του solo εργογραφία. Tom Waits (πόσο παλιομοδίτικα mellow φυσά στο ομότιτλο “Alice”, ενώ υπόκωφα στέκεται με bass clarinet στο “Starving In A Belly Of A Whale του “Blood Money”), TV on The Radio, Feist, Bon Iver, Animal Collective, BadBadNotGood κλπ. Μα και μπόλικες κινηματογραφικές/τηλεοπτικές/οπτικές συνοδείες είτε για περιπτώσεις όπως της επανατοποθέτησης του “Texas Chainsaw Massacre” είτε για το βιντεοπαιχνίδι “Red Dead Redemption II” (ας σημειωθεί γενικότερα για τη Rockstar πως δεν αφήνει έτσι απλά στην τύχη τα παιχνίδια της).

Είχε να παραδώσει αποκλειστικά σόλο από το 2017, και για το The love it took to leave you  βρέθηκε να ηχογραφεί στο The Darling Foundry, έναν χώρο 144 ετών που από μεταλουργείο μετατράπηκε σε ένα τεράστιο art complex. Ο περιβάλλων χώρος λοιπόν ως στοιχείο μείζον για την ηχογράφηση, δεν απορροφά το παίξιμο του Stetson, δεν επιβάλλεται αυτού μα υποβοηθά τον κάματο, τα ορθόδοξα και μη φυσήματα, τις αναπνοές ή καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο έχει ενώσει τις ανάσες του με τα όργανα, εξερευνώντας κάθε φορά τα όρια των δυνατοτήτων αυτής της περιπέτειας. Πάντοτε παρών, μετέχει, ανακαλεί, μουγκρίζει ατμόσφαιρες, δείχνει με τα εξασκημένα του πνευμόνια πως μπορεί να επιδωθεί σε impro παιχνίδι (πιο μίνιμαλ από εκείνο στο When we were that what wept for the sea του 2023), μα παράλληλα και τις ωμές doom παραπομπές θέτει, αλλά και δίνει έμφαση σε drone τραβήγματα. Τυπικός Stetson θα έλεγε κανείς, ας τονιστεί όμως πως εδώ προέκρινε τις «σωματικές» του αρετές εις βάρος των συνθέσεων. Διαρκώς περικυκλώνει, σφίγγει, μα κι απομακρύνεται στο μεσοδιάστημα.

Επ’ουδενί δεν είναι λίγο αυτό που κάνει ο Stetson, και δεν το λέω αφηρημένα. Ενώ κάποιος μπορεί να τον χώσει στην απλουστευτική κατηγοριοποίηση file under:John Zorn κλπ, ο ίδιος σε μια παρελθοντική του συνέντευξη μιλούσε πως καίρια σημασία για εκείνον είχε το παίξιμο του πρόωρα χαμένου Thomas Chapin, ο οποίος εθεωρείτο από τους πιο «αθλητικούς» παίκτες της φουρνιάς του. Όπως επίσης στην ερώτηση «Αν θα έπρεπε να εξαφανίσεις κάποιον εκ των J.S.Bach και J.Coltrane από τη μουσική ιστορία, ποιον θα εξαφάνιζες;» έχει αποφύγει να απαντήσει λέγοντας πως «Αν έβγαζα κάποιον από τους δύο, θα εξαφάνιζα κι εμένα». Το μέλημα της ζωντανής απόδοσης και αποτύπωσης όσων ηχογράφησε στο Darling Foundry,  παίζοντας solo, alto / bass saxophones / contrabass clarinet (χωρίς overdubs/loops) έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο από την κατάθεση ενός μυσταγωγικού έργου με έμφαση στο «δημιουργικότερο» σκέλος. Έδωσε προτεραιότητα στην ντοκυμαντερίστικη καταγραφή του εαυτού του, παρά σε πολυσήμαντα σχήματα. Βέβαια κι εν όψει της συναυλιακής του επίσκεψης το Σάββατο 19 Οκτωβρίου στο Gazarte, ακούγοντας θέματα όπως το 22λεπτο “Strike your forge and grin” υποθέτεις πως ολάκερο το The love it took to leave you ιδωμένο ζωντανά θα αποδειχθεί μεταδοτικότερο της «τυφλής» οικιακής ακρόασης.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured