Αυτός ο αδίστακτος ογκόλιθος που φέρεται ως εντέκατο album της λεγάμενης από το West Reading της Pennsylvania, είναι τόσο μακρύς και βαρύς που στο τέλος κάθεται σαν κακή σαλάτα γεμάτη συντηρητικά που καμία πέψη δεν μπορεί να αποβάλλει από το σύστημά σου. Η Taylor Swift είναι ο κολοφώνας της τεχνητότητας, μία δισεκατομμυριούχος (από το 2023) επιχειρηματίας που χρησιμοποιεί το δισκογραφικό κύκλωμα ως άλλοθι για να πουλήσει το τοτέμ της. Και το πουλάει πυρετωδώς στους white anglo-saxon protestants (WASP’s) με τέτοιους ρυθμούς που έχει ξεπεράσει τα αξεπέραστα. Η Taylor πουλάει τον εαυτό της και μόνο, ένα προϊόν για μια πλατιά κοινωνική-πολιτική μάζα που αναζητάει ένα μεσσιανικό φετίχ για να φοράει στο πέτο της.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν έχει ουδεμία σχέση η «μουσική» που φτιάχνει, ένας ζυγισμένος μέσος όρος από τα πιο ασφαλή και υπερ-επιτυχημένα εμβλήματα του αμερικανικού mainstream. Εδώ στρατολογεί τον Jack Antonoff και τον Aaron Dressner των επίσης νυσταλέων και ακίνδυνων National για να τα βγάλουν πέρα στην παραγωγή κομματιών που ουσιαστικά δεν έχουν «γραφτεί», απλά έχουν αντληθεί από το μαζικό υποσυνείδητο του αμερικανικού ραδιοφώνου. Φανταστείτε έναν πολτό από Sheryl Crow και Suzanne Hoffs και Ann Murray και Avril Lavigne και Joan Osborne και Lana Del Rey και Meredith Brooks και Pink και Demi Lovato και… και… περασμένες σε ένα μπλέντερ. Αυτό. Χωρίς καμία ιδιαιτερότητα, καμία αχτίδα προσωπικότητας, καμία αίσθηση ανθρώπινης διαφορετικότητας, καμία ερμηνευτική άποψη. Η Taylor είναι όλες μαζί. Το κατάφερε. Κατάπιε όλο το πρότυπο της «βέλτιστης» κοινωνικά ενζενί και το ξερνάει σε συναυλίες, εμπορικά προϊόντα, δίσκους κ.λπ διατηρώντας και επιβεβαιώνοντας τη μαζική παράκρουση ενός κοινού που απλά έχει αναισθητοποιήσει μέσα του τις πραγματικές ανάγκες που μπορούν να καλυφθούν από μια καλή pop μουσική και τις έχει αντικαταστήσει από ένα μαζικό, αποστασιοποιημένο από αισθήματα αμόκ, έναν ανεξέλεγκτο εθισμό σε κάθε είδους Taylor Swift-φετίχ.

Τα τραγούδια του Tortured Poets Department δεν «τραγουδιούνται». Είναι ανύπαρκτα. Δεν φέρουν ουδεμία αισθητική. Δεν έχουν καν πυρήνα, ψίχα και υπόσταση. Είναι κάτι εικονικά ηχητικά σχήματα που κυλάνε σε ένα muzak ρελαντί, στα οποία δεν υπάρχει ποτέ και πουθενά διακύβευμα. Σε δύο από αυτά καλεί τον Post Malone στο ένα και τους Florence & The Machine σε άλλο, τάχα για να αποδείξει την υπεροχή της πάνω από όλο το φάσμα της σημερινής pop που όλα τα ενώνει, όλα τα σφάζει και τα μαχαιρώνει. Και οι κριτικές… διθυραμβικές. Το Rolling Stone σε ένα ντελίριο απαξίας της αξιοπιστίας του, επιβράβευσε με 5 αστέρια την Taylor όπως κι όλη η άλλη κριτική κουρελαρία των άλλων διαδικτυακών και μη εντύπων. Είναι περίπου σαν υποταγή σε μια καθεστωτική δικτατορία που κανένας δεν αντιλαμβάνεται ειλικρινά αλλά όλοι σπεύδουν να υπηρετήσουν για να μη χάσουν τη δουλειά τους

“Το Αγόρι Μου Σπάει Μόνο Τα Αγαπημένα Παιχνίδια Του”.

“Μα, Μπαμπά, Τον Αγαπώ”.

“Κοιτάζω Από Τα Παράθυρα Των Ανθρώπων”.

“Μπορώ Να Τον Φτιάξω, Όχι Πράγματι Μπορώ”….

Μερικοί τυχαίοι τίτλοι από αυτό το πράγμα που ονομάζεται διαστροφικά “Τμήμα Βασανισμένων Ποιητών”.

Στην πυρά με τις ξενέρωτες… εκεί που πολιτισμικά ανήκει η κυρία.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured