Δεν τραβάω κανένα ζόρι απέναντι στους America, τους Little River Band, τους Addrisi Brothers και όλο το ασκέρι των μεσόκοπων soft rockers: είναι τίμιοι και δεν πούλησαν ποτέ φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Τα ζόρια ξεκινούν από τη στιγμή που οι National αποφάσισαν να κεφαλαιοποιήσουν την παράδοση της americana λύπης τους και να στραφούν σε ένα ήχο που έχει πάψει να ανασαίνει στην πραγματικότητα. Έτσι, στο δεύτερο μέσα στο 2023, album τους μετά το First Two Pages of Frankenstein κυκλοφορούν αυτό το απαύγασμα επιτηδευμένης εντεχνίλας και υπναλέας -έως πλήρως κοιμισμένης- συνθετικής μαλάκυνσης. Με πρόσχημα ίσως τον James Taylor και τον Leonard Cohen, οι Bryce και Aaron Dessner επιδίδονται σε ποζάτες, συχνά ανερμάτιστες μπουρδολογίες, με ποικίλα φόντα στο κάδρο, από την μεσοδυτική επαρχιακή αγροτιά, μέχρι διάφορες ραγισμένες σχέσεις μέσα σε σπίτια που αντηχούν την ματαιότητα. Ο δε Matt Berninger τραγουδάει ανελέητα με όση μιζέρια έχει περισσέψει από όλους ταυτόχρονα τους χωρισμούς του μάταιου -πάντα- κόσμου τούτου. Και όλο αυτό, φανταστείτε το σε πολύ φτηνό και πολύ ευτελές.
Drama queens;
Η επιτομή: οι Dessner δε βρίσκουν κανένα λόγο της προκοπής να ζωηρέψουν την παλέτα τους συναισθηματικά και ηχητικά. Δεν μπαίνουν πια στον κόπο να χρωματίσουν το οτιδήποτε – τα αφήνουν όλα με τους σοβάδες. Για παράδειγμα, το “Turn Off The House”: μετρήστε πόσες δεκάδες φορές έχουν γράψει το ίδιο απαράλλαχτο τραγούδι, με διαφορετικούς τίτλους στην καριέρα τους. Στην παρούσα, το ονομάζουν λυρικά “Σβήσε Το Σπίτι”, φαντάζομαι δηλωτικό κάποιου ανείπωτου, εσωτερικού δράματος. Αλήθεια τώρα; Συναισθηματική κατάθεση στον αυτόματο, δε γίνεται, φίλτατοι. Είναι τόσο βαρετοί σε αυτό και στα περισσότερα άλλα του Laugh Track που ακόμα και η πλήξη θα το έβαζε στα πόδια. Παρακάτω στο “Space Invader”, αναρωτιούνται στους στίχους:
Τι θα γινόταν αν δεν έγραφα ποτέ εκείνο το γράμμα
Που σου έριξα μέσα στο εξώφυλλο του δίσκου που σου έδωσα;
Τι θα γινόταν αν παρέμενα στη γραμμή Γ στο τρένο προς Lafayette;
Τι θα γινόταν αν δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ;
Τι θα γινόταν αν είχα κάνει απλά αυτό που μου είπες;
Να μην γυρίσω ποτέ το κεφάλι μου πίσω;
Και τι θα γινόταν αν έβγαινα ξαφνικά στο διάδρομο
Και χανόμουν στο σκοτάδι;
Θα μου ‘ρθει αργότερα σαν διαστημικός εισβολέας
Δεν θα μπορώ να το βγάλω από το κεφάλι μου
Προβληματισμοί γυμνασιακού διαγωνισμού ερωτικής ποίησης που κορυφώνονται σε έναν από μηχανής φαντασιακό, Διαστημικό Εισβολέα – πέρα από τα υψώματα του cringe και ακόμα παραπέρα στις πεδιάδες της απόλυτης ψυχικής αδράνειας. Επιπλέον το “Space Invader” συνθετικά, είναι η απόλυτη σαβούρα. Πλήρης ανυπαρξία. Όπως είναι και το ομότιτλο “Laugh Track” στο οποίο φωνάζουν την Phoebe Bridgers να ψελλίσει εκεί κάτι ασημαντότητες λες και το έκαναν επίτηδες για να την υποτιμήσουν. Όπως είναι και το “Hornets” που θα έκανε τους ABBA να σκίσουν τα σακάκια τους και να ανοίξουν ξανά το CBGB από τη φρίκη τους για να παίξουν punk μέχρι να βγει η πνοή τους - μιλάμε για τέτοια αδυσώπητη εμμηνόπαυση:
Τι σημαίνει όταν τα χέρια σου αποκοιμιούνται;
Και πώς ξεφορτώνεσαι τις σφήκες πριν το σαββατοκύριακo;
Δηλαδή, ας τους σταματήσει κάποιος… Αλλού προσπαθούν να μοιάσουν στον Dan Fogelberg (“Coat On A Hook”) και μη διαβάστε τους στίχους γιατί…
Οι φιλίες ξεθωριάζουν, τίποτα δε βοηθάει,
Τίποτα δεν αξίζει να κρατήσεις, οι υποσχέσεις φτηναίνουν.
Δύο χρόνια από τότε που σε είδα να κατσαρώνεις τα μαλλιά σου με το πιστολάκι,
λέγοντάς μου να μην είμαι τόσο μελοδραματικός
Πώς αυτή η κοπέλα να αντέξει λοιπόν;
Οι National κολυμπάνε αμέριμνα στα νερά της ασημαντότητας και της κοινοτοπίας πουλώντας τις απλωτές τους ως σκούρα θλιμμένη εντεχνιζέ πλερέζα. Υπάρχει σαφές ηθικό θέμα εδώ αλλά δεν αξίζει καν να επεκταθείτε. Απλά χασμουρηθείτε χωρίς καμία ενοχή. Και τι σώζεται εδώ για να δικαιολογήσει το βαθμό 3,5/10; Το τραγούδι που ανοίγει το δίσκο (“Alphabet City”) και εκείνο το μοτορικό που τον κλείνει (“Smoke Detector”) έχουν ένα τσαγανό που θυμίζει ότι όταν -πού και πού- τα αδέλφια Dessner ξυπνούν από τον λήθαργο και τους πιάνει το φιλότιμο, μπορούν να γράψουν τραγούδια που έχουν εκτόπισμα. Σώζεται επίσης η αξιαγάπητη Rosanne Cash στο μετριότατο “Crumble” (μόνο αυτή σώζεται από τη χασμωδία) και ίσως και το “Deep End (Paul’s In Pieces)” γιατί θυμίζει υγιείς War On Drugs.
Αυτά.
Κατά τα άλλα η πλήξη καλπάζει ανυπόφορα στο Laugh Track και για κάποιο λόγο σε εξαντλεί. Ίσως επειδή το έλλειμα της ψυχικής συμμετοχής σε αυτόν τον μελό πολτό κάνει πολύ «θόρυβο».