Είναι εκτός θέματος ή, για να το στρογγυλέψουμε, τουλάχιστον αξιοπερίεργη, η κουβέντα για το αν τούτος ο δίσκος είναι καλύτερος ή έστω εφάμιλλος με το Some Girls του 1978 ή το Tattoo You του 1981. Και αυτό δεν οφείλεται σε μιαν αόριστη αδιάρρηκτη ασφάλεια που έχει τετελεσμένα χαραχτεί στη δογματική συνείδηση των απανταχού fans και μη.
Φαινομενικά και είναι ευνόητο, οφείλουμε να ανατρέξουμε στο A Bigger Bang του 2005, αφαιρώντας χάριν ευκολίας από τη συζήτηση τον σαφή κώδικα του Blue And Lonesome. Συνοπτικά, χωρίς πολλά-πολλά, θα καταλήγαμε πως το Hackney Diamonds, ο νέος δίσκος των Rolling Stones, ο πρώτος δίσκος τους μετά το θάνατο του Charlie Watts, δεν είναι καλύτερος από το A Bigger Bang.
Ξεκινά αμήχανος, τα κομμάτια που συνυπογράφει (!) ο παραγωγός τους Andrew Watt προορίζονται για γηπεδική (μπασκετική ή MLB) κατανάλωση και ανώδυνο ραδιοφωνικό airplay, ενώ από τη μέση και μετά, κοινώς από το “Dreamy Skies” κι έπειτα, όπου ο Jagger δηλώνει “I’ve got to take a break from it all”, επιθυμώντας να ξαλεγράρει ακούγοντας Hank Williams, στρώνει κάπως η ιστορία. Το γιατί σύσσωμος ο παγκόσμιος μουσικός τύπος λανσάρει τούτο το κεφάλαιο στην ιστορία του “RS” οργανισμού, ως μάνα εξ’ ουρανού, αποτελεί –καλοπροαίρετα αν το δεις – την απεικόνιση της βιωματικής σχέσης των Stones με την ίδια τη μουσική βιομηχανία και τους δημοσιολόγους αυτής.
Τέλος πρώτης ακρόασης.
“Rough Justice”, “Streets Of Love”, “Rain Fall Down”, “Back Of My Hand”, “This Place Is Empty”. Αν αραδιάσεις τα κομμάτια από το A Bigger Bang, αντανακλαστικά καταλήγεις πως εδώ δε θα βρεις ανάλογα. Διότι μπορεί να σου χρυσώνει το χάπι ο Paul McCartney στο “Bite My Head Off”, όπου τα παιδία γαμηστερά παίζει, μα μετά ακολουθεί το “Whole Wide World” (αγαπημένο του Wood κατά δήλωσή του!) όπου ο νοσταλγικός συσχετισμός ρυθμού και στίχων καταλήγει σ’ ένα απολιθωμένα αδύναμο τρικ. Ανεπιτυχής στο σύνολό της, η ενθουσιώδης πρόζα που έθεσε ως στόχευση, ο νεαρός παραγωγός τους. Λειτουργική σαφώς στην επικείμενη συναυλιακή κατανάλωση, οριακά «επιδεικτική» στη στουντιακή καταγραφή. Όσα διαφορετικά μπλουζάκια κι αν άλλαξε ως fan, σε κάθε μια από τις ημέρες στα διαδοχικά studios, όσο κι αν στο δάχτυλό του έχει μέχρι και τατουάζ του Stevie Wonder που μπλέχτηκε στο καλύτερο κομμάτι του LP, η αυθάδικη γλώσσα των T-shirts φορέθηκε καταπώς «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά»…
Ωπα! Να’το πάλι το “Dreamy Skies”. Είπαμε, δεν είναι καλύτερο από το A Bigger Bang, αλλά για θυμήσου πως κι εκείνο είχε αξιολογηθεί στο μακρινό 2005, πριν μεστώσει εντός σου, πριν πάρει τελικά το δρόμο του, στα κιτάπια της RS δισκογραφίας. Οι Rolling Stones είναι στο κάτω-κάτω, λογαριασμό δε δίνουν σε κανένα, οπότε ας μην υποπέσουμε σε διαδικτυακές ευκολίες, άκρατης, επαρχιώτικης, κομπλεξικής γενικολογίας, όπως αντανακλαστικά συνέβη στην πρώτη ακρόαση του προ 18ετιας δίσκου. Για άκου, να εδώ, στο “Live By The Sword” με Βill Wyman, Charlie και Elton John σε Ian Stewart ρόλο. Δε θα ήταν ωραία να το έβλεπες όλο αυτό, πάνω στη σκηνή;
Τέλος δεύτερης ακρόασης.
Γεμίσαμε με προσδοκίες. Ρε τους μπαγάσες. Το σύστημα δούλεψε. Σου πέταξαν το “Angry”, τους απαρνήθηκες μεμιάς, μα μετά ήρθε το “Sweet Sounds Of Heaven” με τη Lady Gaga σε ρόλο Merry Clayton/Lisa Fischer, προσφεύγοντας στις southern soul μνήμες του Exile On Main St. Εκεί είναι που μαεστρικά στήνουν και την αλληλουχία της τέλειας παγίδας, στην αποφώνηση του δίσκου, βάζοντάς το ανάμεσα στα “Tell Me Straight” και “Rolling Stone Blues”. Και με τα δύο, μπαίνεις σε πειρασμό μεγάλο. Δαιδαλώδη και κομβικό συνάμα, αν αποπειραθείς να τα βάλεις εντός του ίδιου συναισθηματικά οπισθοδρομικού ερωτήματος.
«Μήπως ο τελευταίος μεγάλος δίσκος των Stones – μαζί με εκείνον των blues διασκευών – δεν ήταν τελικά κάποιος του διδύμου, μα μονάχα του Keith;»
Τέλος τρίτης ακρόασης
Εύγλωττα έχει τοποθετηθεί ο Don Was - του οποίου οι παραγωγές για τα «σπασμένα παρμπρίζ» του δίσκου μας ανώδυνα ροκάρουν - για τον Jagger. «Είναι μια προβολή του άγριου ζώου που βρίσκεται μέσα σε όλους μας. Γιορτάζουμε και χαιρόμαστε την αληθινή φύση του ανθρώπινου είδους όταν κοιτάζουμε τον Mick Jagger». Περιττεύουν τα αποφθέγματα για τον ανεπανάληπτο έτερο Καππαδόκη, όπως περισσεύουν οι εννοιολογικά κενές, αναγωγές και συγκρίσεις, με κάθε «ενεργό» παιδί από τη «σειρά» τους (Dylan, Young κ.ο.κ)
Οι Rolling Stones από καταβολής απαλλαγμένοι από τις συζητήσεις περί διάρκειας, στόχευσης, καλλιτεχνικής εγγύησης και άλλες ανόθευτες και εκστατικές αναζητήσεις των ακροατών, έφτιαξαν ένα δίσκο, το Hackney Diamonds, 24ο βρετανικό και 26ο αμερικάνικο studio LP, προσθέτοντας ακριβώς 4 καλά κομμάτια στο παλμαρέ τους, με τα τρία διαδοχικά στο φινάλε, εκεί που πονηρά καταγράφεται η τελευταία εντύπωση.
Τι κι αν οι αλλεπάλληλες ακροάσεις λειαίνουν την κρίση – εδώ ολόκληρος Lester Bangs επανήλθε αναθεωρητικώς στο Exile - η καταληκτική αίσθηση είναι πως οριστικά και αμετάκλητα, δεν ακούσαμε το μυθικό comeback των Stones, ούτε το δίσκο της δισκογραφίας τους που θα ανατρέξουμε με βιάση για να αποκαταστήσουμε.
Ας πούμε πως «δοσολογικά» είναι απλά αρκετός. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε τον επόμενο…