Ένατο σόλο άλμπουμ στη δισκογραφία του λυρικού τροβαδούρου της εργατικής τάξης από το Σέφιλντ. Στο In This City They Call You Love, ο Richard Hawley καταθέτει δώδεκα νέα κομμάτια, νυχτερινά (nocturnal) ως επί το πλείστον, που λες και κάνουν σερενάτα στο σεληνόφως με όμορφες και συναισθηματικές μελωδίες country και κλασικής pop.
Tον Hawley (φωνητικά και κιθάρες), συνοδεύουν ο Shez Sheridan στις κιθάρες, ο Colin Elliot στο μπάσο και ο Dean Beresford στα ντραμς, με τους οποίους έχει μακροχρόνια συνεργασία. Τον ήχο εμπλουτίζουν τα έγχορδα της Up North Session Orchestra. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σχεδόν όλα τα σόλο του άλμπουμ παίζονται είτε σε μια κιθάρα που του έχει δανείσει η οικογένεια του αείμνηστου Scott Walker είτε με την παλιά Gretsch του πατέρα του Hawley είτε με μια Telecaster που ανήκε στον φίλο του, τον Duane Eddy. Όπως λέει ο Hawley, «το άλμπουμ είναι σίγουρα μια οικογενειακή υπόθεση».
Ο Richard Hawley έχει εδώ και χρόνια επαναπροσδιορίσει με στυλ το πνεύμα της μπαλάντας του '50 και του '60. Με άξονα την τοπογραφία της πόλης του, του Σέφιλντ, ο Hawley φιλτράρει αυτούς τους ήχους μέσα από τη σημερινή εμπειρία∙ η μουσική του ακούγεται σαν να ντύνει ένα έγχρωμο φιλμ, στο οποίο παρεμβάλλονται εμβόλιμα ασπρόμαυρα πλάνα, στιγμιαία καρέ του παρελθόντος. Ενώ συνεχίζει να αντλεί αβίαστα τις ευρείες και εκλεκτικές επιρροές του, ενυπάρχει πάντα ένας εγγενής ρομαντισμός στον ήχο του, ανεξάρτητα από τις υποκείμενες αφηγήσεις, λόγω των όμορφων μελωδιών, των μεγαλοπρεπών ενορχηστρώσεων και των βαρύτονων φωνητικών του, που πάντα ήταν ένα από τα καθοριστικά του σημεία.
Ο Hawley έφτασε στο απόγειο της δημιουργικότητάς του με το Cole's Corner του 2005 . Ένας αληθινός ρομαντικός, όμως το Truelove's Gutter του 2009 , με τα θέματα της απώλειας και του πένθους, έμοιαζε μερικές φορές μαύρο σαν το φρεάτιo ανθρακωρυχείου του Kellingley. Μια γερή δόση κοινωνικού ρεαλισμού. Το In This City They Call You Love στέκει κάπου στο ενδιάμεσο.
Το ατμοσφαιρικό “Two For His Heels”, που ανοίγει το άλμπουμ, περιγράφει μια «συμφωνία που πήγε στραβά» με φόντο ένα θολό μπλουζ βουητό εμπνευσμένο από το twang της κιθάρας του Duane Eddy. Ακολουθεί το “Have Love”, ένα θορυβώδες, απλό αλλά αποτελεσματικό ανακάτεμα rhythm ‘n’ blues και tex-mex – θυμίζει λιγάκι Calexico. Ο ήχος του Νάσβιλ παίρνει τη σκυτάλη στο "Prism in Jeans", συναισθηματικό φορτισμένο, σαν μπαλάντα του George Jones που παίζει από jukebox για να συνοδεύσει μοναχικά μεθύσια στην μπάρα. H μελωδία είναι ξεκάθαρα country, όμως οι φινετσάτες κιθάρες φέρνουν στο μυαλό τα πιασάρικα riff των Shadows.
Γλυκόπικρες μελωδίες κανοναρχούν το ύφος στο "Heavy Rain" και το "I Hear That Lonesome Whistle Blow". Το πρώτο, ένας θρήνος για απόντες φίλους, υπό τους ήχους του τρίο του Buddy Holly - η μεγάλη αγάπη του Hawley. Το δεύτερο, που παραπέμπει στο ντουέτο του Hawley με τον John Grant στο περσινό tribute στην Patsy Cline, μια γλυκά θλιμμένη country μπαλάντα που μοιάζει εκτός εποχής. Ο Hawley βυθίζεται σε έναν βαθύ γουέστερν ήχο σ’ αυτό το τραγούδι. Ένα τσιγάρο δρόμος ως το πιο κοντινό σαλούν.
Tο "People" ίσως αποτελεί το αποκορύφωμα του άλμπουμ: Εδώ οι πινελιές της country αχνοφαίνονται πίσω από μοτίβα βιομηχανικού θορύβου, καθώς ο Hawley αναθυμάται στους στίχους τον πατέρα του, που δούλευε ως χαλυβουργός στην Steel City (το προσωνύμιο του Σέφιλντ). "True love is the hardest of goal / True love is the harvest of gold", τραγουδά. Είναι ένα τραγούδι που θα μπορούσε να έχει τραγουδήσει σήμερα ο Johnny Cash, καθώς ο Hawley συνδυάζει έξοχα το σκληρό περιβάλλον της βιομηχανίας με το εγκάρδιο οικογενειακό συναίσθημα.
Έπεται ο έξυπνος συνδυασμός rock'n'roll στυλ της δεκαετίας του 1950 και νεοψυχεδέλειας στο "Deep Space", με την αισιόδοξη θεατρικότητά του και, μετά, άλλη μια country μπαλάντα, το “Deep Waters”, εμβαπτισμένη στα λασπόνερα του Μισισίπι.
Αμφιβάλλω ότι οποιαδήποτε κριτική της δουλειάς του Hawley δεν αναφέρει τον Roy Orbison ως επιρροή∙ το σαγηνευτικό φωνητικό ηχόχρωμα του "The Big O" είναι πολύ εμφανές στο "I'll Never Get Over You", καθώς και στο "Do I Really Know?”, που με τον στακάτο ρυθμό του προσεγγίζει τον ήχο της Northern Soul. Το “When The Lights Go Out”, από την άλλη, λικνίζεται ράθυμα στον ρυθμό μιας ρούμπας α λα Tom Waits.
Το άλμπουμ κλείνει με το αργόσυρτο “Tis Night”, μια βελούδινη μελωδία-φόρος τιμής στην «αιώνια μελαχρινή που αποκαλούμε νύχτα» (Jack Kerouac). Η φωνή του Hawley ακούγεται μονάχη στη σιωπή. Εύθραυστοι και ευάλωτοι, ακούμε κάθε λέξη, γαντζωμένοι σε κάθε συλλαβή. To “Tis Night” είναι απλώς το "Blue Moon" του Richard Hawley.
To In This City They Call You Love αποδεικνύεται μια όμορφη, οικεία και συχνά συγκινητική συλλογή τραγουδιών που είναι γεμάτα ρομαντισμό και παθιασμένη αγάπη για την πατρίδα του, το Σέφιλντ, που συνεχίζει να εμπνέει τόσο μεγάλο μέρος της δουλειάς του. Ένα άλμπουμ που υφαίνει ένα ξόρκι που δυναμώνει μέσα από επαναλαμβανόμενες ακροάσεις, σε σημείο που εγκαθίσταται εύκολα στον ίδιο τον ιστό της ψυχής.
Κατά κάποιο τρόπο, ο Hawley κάνει για το Σέφιλντ ό,τι έχει κάνει ο Springsteen για το Νιου Τζέρσεϊ, συνθέτοντας μια «μυθολογία της εργατικής τάξης», όπου κυριαρχεί η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη.
«Αυτή είναι μια πόλη όπου οικοδόμοι με τατουάζ και εύσωμοι οδηγοί λεωφορείων θα σας περιβάλλουν με αγάπη. Έχουμε τη δική μας αρχαία γλώσσα. Είναι Σαιξπηρική, Τσοσεριανή. Και έχω δοκιμάσει να ηχογραφήσω αλλού, αλλά πάντα καταλήγω να επιστρέφω στο Yellow Arch στο Σέφιλντ». In This City They Call You Love...