Το Waxahatchee Creek πέφτει μακριά, πολύ-πολύ μακριά, καλύπτοντας ένα μικρό χιλιομετρικό κομμάτι στη Νοτιοανατολική Alabama. Ίσως κάποιοι να το έχουν ξανακούσει, κυρίως όσοι ασχολούνται με τις ρίζες των Νative American φυλών. Περισσότερες πιθανότητες δίνω στους επίσης μέχρι πρότινος λίγους, που το πρωτάκουσαν πριν ακόμη φτάσουν στο 6ο LP των Waxahatchee, μα ελέω αυτών. Τουτέστιν αυτής για να ακριβολογώ.
Το project της 35χρονης Kathryn Crutchfield αποτελεί μιαν ακόμη περίπτωση που επιβεβαιώνει πως το 2024, είτε μιλούμε για την Beyoncé, είτε για την Waxahatchee, η ενδοχώρα της Αμερικής, τα εμβληματικά της τοπόσημα, και «οι παλιές southern καλές μέρες», οι λογής-λογής μικρογραφίες προσαρμοσμένες στης Americana το ανάστημα, έσωσαν τελικώς τις παρτίδες ακροάσεων, ή τουλάχιστον αυτές που κινούνται στο πρώτο επίπεδο τού off-key ανθρώπινου, αυτών που με ευκολία κοιτάζουμε -δίχως περιστροφές και σοφιστικέ αναχώματα- βαθιά στα μάτια.
H Lucinda Williams ως υπόμνημα, ιστορίες για εγκλήματα καρδιάς, η Waxahatchee που «επιβιώνει» ως ΑΑ, καθαρή εδώ και μια 5ετια, παρέα με τον MJ Lenderman (Wednesday), τον Brad Cook στα της παραγωγής και στα διάφορα, τον Spencer Tweedy, τον Phil Cook και άλλους πολλούς, επέστρεψε έπειτα από το καταχειροκροτηθέν Saint Cloud του 2020, με το Tigers Blood του 2024 (μα τυπικά μορφοποιημένου το 2022). Και τ' όνομα αυτού, παρμένο από το σιρόπι με γεύση φράουλα-καρπούζι και μιαν ιδέα καρύδα που περιχύνεται πάνω από το χαβανέζικο επιδόρπιο shave ice.
Μπουκάρει με δύναμη στο “3 Sisters”, εξακολουθητικά ανατάσσεται στο “Evil Spawn”, δε τσιγκουνεύεται στα λόγια του “Right Back to It”. Έκανε το απλό η Crutchfield, συντάχθηκε με το προφανές και έχτισε με αυτοπεποίθηση πάνω στο singer/songwriter τυφλοσούρτη. Το έπραξε με τρόπο ανοιχτό ("Bored"), είναι τέτοια και η φωνή που πληροί τις προϋποθέσεις για να σου φέρει φάτσα φόρα την εικόνα από κάμπινγκ ξαλεγράρισμα στο Kansas ("Lone Star Lake").
Όταν άφησα την Waxahatchee για λίγο στην άκρη ως τετριμμένη εμπειρία Paste* συμβεβηκότος, άκουσα από ένα τρίχρονο πιτσιρίκι να μου λέει, καθώς περνούσα σε έναν άλλο δίσκο, άχαρα και φευγαλέα σε streaming ακρόαση από το ανύπαρκτο ηχείο του κινητού πως «Η βαβούρα είναι για πέταμα». Η οξυδερκής παρατήρηση του νηπίου για το προκείμενο άκουσμα, με συνέφερε και με επέστρεψε στο απογυμνωμένο “365” της Crutchfield, στη συνέχιση του Tigers Blood της, και τελικώς στην επανακρόαση του.
Η Waxahatchee ιδιοποιήθηκε τις αρετές των Americana προγόνων κι έφτιαξε στιχάκια με σάρκα και οστά όπως αυτό “You can take it pretty far on a prayer that's pale and synthetic / Bending my crowbar with tension that's telekinetic / A paradox poetic, you get choked up reading the classics / Your pride'll take a gluttonous bite, a stupid question, I'd rather not ask it”. Έφερε μια λειτουργική γενική ιδέα για το genre σε σημείο ασφαλές κι έκλεισε χαμηλόφωνα μεν, χορωδιακά δε. Συμμετοχικά δηλαδή, όπως τελικώς επιζητούσε εξαρχής.
*Το Paste υπήρξε περιοδικό που αγαπά την Americana. Εξακολουθεί ως διαδικτυακός τόπος.