Πάνε 5 χρόνια από την άνοιξη του 2019, όταν ο μετεωρίτης Billie Eilish χτύπησε τη μουσική βιομηχανία με εκείνο το αξέχαστο ντεμπούτο άλμπουμ. Μια εκκωφαντική δισκογραφική εκκίνηση (χωρίς βέβαια να μετράμε το EP που είχε προηγηθεί) που άφησε αρχικά ανάμεικτα συναισθήματα στην κοινότητα των μουσικοκριτικών (μέχρι το τέλος της χρονιάς τους είχε κερδίσει, βέβαια), αλλά προκάλεσε ενθουσιώδεις αντιδράσεις στο νεαρό εκείνο κοινό που παραήταν mainstream για να ακούσει Phoebe Bridgers και Snail Mail, αλλά ήταν αρκούντως ανοιχτόμυαλο για να δεχτεί ερεθίσματα πιο εσωτερικά, σκοτεινά και εκκεντρικά από αυτά που είχε να προσφέρει η Ariana Grande ή η Cardi B.
Η συνέχεια ήρθε το 2021 με έναν δεύτερο δίσκο αναβαθμισμένο και ωριμότερο συνθετικά, πλην όμως λιγότερο εντυπωσιακό σε επίπεδο ηχητικής πρότασης και οπωσδήποτε με λιγότερα προφανή bangers. Κι όσο κι αν κέρδισε μουσικανθρώπους σαν τον γράφοντα, εμπορικά κινήθηκε χαμηλότερα από το 1/3 των αριθμών του προκατόχου του. Η Billie Eilish παρέμεινε επίκαιρη και αντικειμενικά επιτυχημένη, αλλά η φρενίτιδα του 2019 είχε καταλαγιάσει αισθητά.
Ακούγοντας το Hit Me Hard and Soft, είναι ασφαλές να πει κανείς ότι μια ανατροπή της πορείας αυτής θα αποτελέσει έκπληξη. Η δισκογραφική επιστροφή της 22χρονης Αμερικανής απαρτίζεται κυρίως από μπαλάντες και mid tempo στιγμές, το ύφος και η διάθεση απομακρύνονται ακόμα περισσότερο από την παιχνιδιάρικη ζωηράδα που την ανέδειξε σε pop κολοσσό, τα κομμάτια σε χτυπούν συχνότερα soft, παρά hard. Όσο κι αν προσπάθησε ο παραγωγός (και αδελφός της Billie Eilish) Finneas να τονώσει κάπως τα πράγματα με funky μπασογραμμές, ηλεκτρονικά περάσματα και ιντριγκαδόρικες εναλλαγές, το κέντρο βάρους του δίσκου βρίσκεται στις πιο υποτονικές, μελαγχολικές του στιγμές. Όλα τα υπόλοιπα ηχούν σαν ηχητική γαρνιτούρα που προστέθηκε χάριν ποικιλομορφίας, «για να μην το παρακάνουμε κιόλας».
Για να είμαστε δίκαιοι, βέβαια, η δουλειά του Finneas στην παραγωγή συνολικά είναι μάλλον το μεγαλύτερο ατού του δίσκου. Από τα πιο θεμελιώδη (την ενορχήστρωση, το πώς ηχούν τα φωνητικά, το πώς είναι τοποθετημένα τα πάντα στη μίξη), μέχρι τα πιο εξεζητημένα, δηλαδή τις παρεμβάσεις του στη δομή των κομματιών και στην παρείσφρηση του ηλεκτρονικού στοιχείου στο ηχητικό μίγμα. Στον βαθμό, μάλιστα, που συχνά καταφέρνει και κουκουλώνει τις συνθετικές αδυναμίες που μαστίζουν περίπου τη μισή tracklist.
To Hit Me Hard and Soft εκκινεί με μια τετράδα εξαιρετικά στιβαρών κομματιών. Ήδη από το μελαγχολικό “SKINNY”, που ανοίγει τον δίσκο, ερχόμαστε σε επαφή ίσως με τους καλύτερους στίχους αλλά και τη σπουδαιότερη μελωδία του όλου εγχειρήματος. Στο “LUNCH”, που το διαδέχεται, έχουμε το πλέον ραδιοφωνικό, αλλά και TikTok appropriate κομμάτι του άλμπουμ, για το οποίο κάποιος κακοπροαίρετος (ή όχι και τόσο) θα έλεγε ότι επιλέχθηκε ως πρώτο single επειδή αποτελεί όχημα για το επίσημο coming out της δημιουργού του, αλλά πραγματικά αποτελεί μια ζουμερή σύνθεση με σπιρτόζικη ρυθμική βάση και φανταστικά πλήκτρα, που σε κάνουν να θέλεις να επιστρέφεις συνεχώς στο τέλος του πρώτου ρεφρέν.
Στο δε “CHIHIRO” που ακολουθεί (o τίτλος αποτελεί αναφορά στο animated αριστούργημα του Hayao Miyazaki από το μακρινό 2001, Spirited Away) έχουμε τον Finneas στα καλύτερά του, με τα όσα συμβαίνουν στην παραγωγή να φλερτάρουν με τη στάθμη του υποδειγματικού. Τέλος, το “BIRDS OF A FEATHER” έρχεται να φλεξάρει τη μελωδική του υπεροχή, επιστρατεύοντας βέβαια χιλοδοκιμασμένα κόλπα μέσα από τo textbook της pop –δοκιμάστε να τραγουδήσετε το “Last Christmas” πάνω στα ακόρντα του ρεφρέν του.
Από εκεί και πέρα, όμως, ο δίσκος δυσκολεύεται να αναδείξει αξιομνημόνευτες συνθέσεις. Όσο κι αν προσπαθούν τα φιλόδοξα “WILDFLOWER” και “THE GREATEST” (το τελευταίο μάλιστα τραγουδισμένο εξαιρετικά) να πλασαριστούν ως larger than life μπαλάντες, κάτι τους λείπει για να πείσουν ότι είναι αυτό που νομίζουν ότι είναι και ότι θα παραμείνουν τέλος πάντων χαραγμένα στο μυαλό για καιρό. Δεν είναι επ’ ουδενί κακά, είναι όμως περιορισμένα. Το “L’AMOUR DE MA VIE” (με την ακατανόητη δομή του) και το “THE DINER” (με την ανέμπνευστη, σχεδόν διεκπεραιωτική του μελωδία) από την άλλη, δεν υπερβαίνουν καν τη στάθμη του μετρίου. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τα δύο κομμάτια που κλείνουν τον δίσκο, αν και σε κάπως μικρότερο βαθμό. Το μεν “BITTERSUITE”, με το έξυπνο κατά τα άλλα λογοπαίγνιο στον τίτλο του, μοιάζει να υποφέρει από κρίση ταυτότητας και αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ασθμαίνουσας σύνθεσης, η οποία διασώζεται από το ναυάγιο που θα μπορούσε να είναι μόνο εξαιτίας της ενδιαφέρουσας παραγωγής. Παρόμοια η κατάσταση και στο νεφελώδες “BLUE”, το οποίο κλείνει τον δίσκο με τρόπο που σίγουρα δεν του αξίζει.
Είναι, εν ολίγοις, ένας πάρα πολύ άνισος δίσκος το Hit Me Hard and Soft. Ένας δίσκος που κάνει εκπληκτικό μπάσιμο, αλλά εξαιτίας του αδύναμου δεύτερου μισού του αφήνει τελικά τον ακροατή κουρασμένο. Και συγχρόνως, είναι ένας δίσκος στον οποίο το ηχητικό περιτύλιγμα υπερέχει σε σχέση με το καθαυτό υλικό του, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της ηχογράφησης. Εξαντλώντας όλη την επιείκεια του κόσμου και προσμετρώντας με αυξημένη βαρύτητα τον παράγοντα παραγωγή, ο οποίος γίνεται ολοένα και κρισιμότερος καθώς περνούν τα χρόνια και με τον τρόπο που εξελίσσεται η μουσική, ένα 7/10 αυτή τη φορά για την Billie Eilish, με την ελπίδα ότι δεν θα αργήσει να επιστρέψει στον πήχη του Happier Than Ever.
;