Καθώς την κοιτούσαμε κρεμασμένη πάνω στο γερανό του μικροφώνου όταν τραγουδούσε με τους Portishead, ήταν σαν ο χρόνος να έχει παγώσει και η ίδια θα έμενε αιώνια σκυμμένη μπροστά στο μικρόφωνο να ζωγραφίζει γκρι φόντο στη μελαγχολία μας. Ευτυχώς όχι.
Ο χρόνος για την Beth Gibbons κυλάει με τον δικό της ρυθμό που δεν έχει καμία σχέση με την «πραγματικότητα». Άλλωστε υπήρξε και πριν τους Portishead, σε μικρές παμπ τραγουδώντας με τον τρόπο της, υπάρχει και μετά. Όμως ήταν η συνεργασία της με αυτό το συγκρότημα που της άνοιξε μια νέα προοπτική, της έδωσε την δυνατότητα να κοιτάξει και από άλλη γωνία την μουσική αλλά και την διαδικασία της δημιουργίας. Αν ρίξουμε μια ματιά πίσω στην ιστορία της ποπ κουλτούρας, τα γκρουπ που έβγαλαν 2+1 άλμπουμ και μετά σταμάτησαν, σχεδόν δεν τα θυμάται κανείς, όμως οι Portishead κατόρθωσαν να κερδίσουν άξια μία θέση στα πιό σπουδαία και χαρακτηριστικά συγκροτήματα προς το τέλος του 20ού αιώνα και με τόσο μικρή παραγωγή να μνημονεύονται για πάντα. Χωρίς την φωνή και την παρουσία της Beth Gibbons αυτό δεν θα είχε συμβεί.
Και μετά, έξω από κάθε χοροχρονική πραγματικότητα, έκανε το 2002 το Out of Season με τον Rustin Man (Talk Talk), ένα άλμπουμ που φλέρταρε με την jazz και την orchestral pop, μπήκε στο τριπ να μάθει πολωνικά -μια από τις δυσκολότερες στην εκφορά γλώσσες της Ευρώπης- για να ερμηνεύσει μοναδικά, το 2019, την περίφημη 3η Συμφωνία του Henryk Gorecki με την Συμφωνική Ορχήστρα της Κρατικής Ραδιοφωνίας της Πολωνίας και τώρα, στα 2024 πιά, να κυκλοφορήσει το πρώτο στην ουσία προσωπικό της άλμπουμ.
Έναν δίσκο που τον κυοφορούσε όλο αυτό το μακρύ διάστημα -ούτε θυμάμαι από πόσο παλιά τον έχει προαναγγήλει η Domino- και τον οποίο ζωγράφισε με αγάπη, φροντίδα, επιμονή στη λεπτομέρεια και το γέμισε με πολλά επίπεδα, με ποιητικό λόγο, με ευαισθησία, με παιδικότητα, με αποχρώσεις και τόλμη.
Πατώντας γερά στην πάμπλουτη αγγλική (και όχι μόνο) folk παράδοση, έχει στιγμιαία ηχοχρώματα από flamenco, από βαλκάνια και ανατολή, από progressive folk (νομίζω πως συνάντησα εδώ μέσα την Annie Haslam ας πούμε), από φυσικούς ήχους, από «πειραματικές ανορθογραφίες», δίνοντας νέα πνοή και προσωπικό στίγμα σε ένα μουσικό είδος τόσο παλιό και τόσο στερεό, αναθεωρώντας το σεβαστικά. Ένας ζωγραφικός πίνακας με διαστάσεις 10 τραγουδιών και 45 λεπτών.
Δεν είναι πρωτοποριακός όπως η Guernica του Picasso ή Η Εμμονή της Μνήμης του Salvador Dali, δεν είναι καν «απελπισμένος» -όπως ίσως θα περίμεναν πολλοί- όπως Η Κραυγή του Edvard Munch, είναι περισσότερο ένα τοπίο του Van Gogh που του αξίζει να τον κοιτάς ώρες για να σου αποκαλυφθεί.
Έτσι και το Lives Outgrown θέλει «πολλές και κατ' ιδίαν ακροάσεις» (που έλεγε και ο Χατζιδάκις) για να ανακαλύψεις τις λεπτομέρειες, τη λεπτοδουλειά, να συνδεθείς με την ευαισθησία, την μελωδικότητα και τον ποιητικό λόγο. Δεν ξέρω πόσοι πια ακούνε έτσι ένα δίσκο, πόσοι του δίνουν χρόνο και προθυμία για να εμφανιστούν όλες οι πτυχές του, αμφιβάλλω δε αν οι πιό πιτσιρικάδες ξέρουν καν ότι υπάρχει αυτός ο τρόπος.
Όσοι όμως έμαθαν να ακούν έτσι και όχι πρόχειρα και βιαστικά, όσοι μπορούν και θέλουν να στέκονται μπροστά σε έναν πίνακα με τις ώρες, όσοι επανέρχονται σε ένα βιβλίο ή σε μια ταινία πάλι και πάλι, τότε θα βρουν εδώ πραγματικό ενδιαφέρον και κυρίως αισθητική αξιοπρέπεια, που όλο και εκλείπει.