Οι Ride ανήκουν σε αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία γκρουπ που είχαν την ευλογία και κατάρα να αγγίξουν το ζενίθ με το ντεμπούτο τους, το οποίο εδώ και τρεις δεκαετίες συνεχίζει να βρίσκεται σε υψηλές θέσεις στις απανταχού λίστες των σημαντικότερων shoegaze άλμπουμ στην ιστορία του ιδιώματος, στου οποίου τη θέση κάλλιστα θα μπορούσε να βρισκόταν το μεταβατικό Going Blank Again, αν δεν είχε υπάρξει το Nowhere. Ήταν τόσο βαριά η σκιά των δύο αυτών πρώτων άλμπουμ που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90, κι αφού η πλήρης μεταστροφή του ήχου προς την indie νεοψυχεδέλεια στα επόμενα δεν είχε ευοδώσει σε ένα τοπίο που κυριαρχούσε έτσι κι αλλιώς πια η britpop, τα μέλη των Ride χώρισαν τους δρόμους τους. Θα χρειαζόταν να περάσουν περίπου 20 χρόνια ώσπου να επιστρέψουν αρχικά στις ζωντανές εμφανίσεις και μετέπειτα και στην δισκογραφία το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας.
Το Interplay αποτελεί την τρίτη κατά σειρά πλήρους διάρκειας κυκλοφορία αυτής της δεύτερης περιόδου των Ride, κατά την οποία δεν είχαν αποπειραθεί τόσο να επανεφεύρουν για μία ακόμη φορά την ηχητική τους ταυτότητα όσο να την εκσυγχρονίσουν, κι όχι ακριβώς με επιτυχία, καθώς ειδικότερα στο Weather Diaries και λιγότερο στο This Is Not A Safe Place, με εξαίρεση κάποια κομμάτια που ξεχώριζαν, το αποτέλεσμα αν και ποτέ καταστροφικό, κατέληγε μάλλον αδιάφορο.
Αυτή τη φορά οι Ride δείχνουν ότι κατάφεραν, όσο ίσως είναι δυνατό, να εξισορροπήσουν μεταξύ του δοξασμένου shoegaze και νεοψυχεδελικού παρελθόντος και των πιο σύγχρονων pop ευαισθησιών τους, και μάλιστα χωρίς εκπτώσεις στον πρωταγωνιστικό ρόλο του κιθαριστικού κομματιού στον ήχο τους (ναι, αυτή ήταν αιχμή του γράφοντος προς άλλη εμβληματική αναβιώσασα shoegaze μπάντα), όπως με τραγούδια σαν τα εναρκτήρια "Peace Sign" και "Last Frontier" ή το "Portland Rocks" που και ελάχιστα απέχουν σε ορμητικότητα από αυτή των καταιγιστικών Ride του Nowhere, και όση υπολείπονται την κερδίζουν στο πόσο πιασιάρικα είναι. Άλλες πάλι φορές μας χαρίζουν βασισμένα στα synths εν δυνάμει χιτάκια σαν το ξεδιάντροπα δανειζόμενο από 80's pop "Monaco" και το απειλητικό, με την έρπουσα groovy μπασογραμμή, "Midnight Rider". Είναι όταν διερευνούν την πιο ψυχεδελική ή μειλίχια πλευρά τους που το αποτέλεσμα ποικίλλει, από το εξαιρετικό "Light In A Quiet Room", που ξεκινά υπνωτιστικό για να καταλήξει να κορυφωθεί σε τύπου Kevin Shields τοίχο κιθαριστικού θορύβου, ή το ταξιδιάρικο chill out "Essaouira", μέχρι το μάλλον αχρείαστο αποχαιρετιστήριο "Yesterday Is Just A Song" ή το ακουστικό "Stay Free", που δεν ευνοείται και πολύ τοποθετημένο καταμεσής της κοιλιάς που κάνει στη μέση το άλμπουμ.
Το Interplay είναι σαφώς ό,τι καλύτερο κυκλοφόρησαν οι Ride μετά την επανένωσή τους, κι αν ήταν ολόκληρο στο επίπεδο των καλύτερων στιγμών του και δεν είχε τις ανισότητές του, θα μιλούσαμε για ένα άλμπουμ που θα στεκόταν όχι πολύ μακριά από εκείνες τις πρώτες κορυφαίες δουλειές τους. Και εδώ που τα λέμε, ακόμα και οι πιστότεροι οπαδοί των Ride ούτε θα περίμεναν, ούτε θα είχαν την απαίτηση για κάτι τέτοιο 30 χρόνια μετά.
Οι Ride εμφανίζονται την Πέμπτη 20 Ιουνίου στην Πλατεία Νερού, μαζί με Pulp, The Smile και Tramhaus, στο πλαίσιο του Release Festival 2024.