Το δωδέκατο άλμπουμ των Pretenders -δηλαδή της αειθαλούς Chrissie Hynde και του τρέχοντος κιθαρίστα της James Walbourne κυλάει μέσα στη μακαριότητα της βαρετής κλασικής rock ορθοδοξίας του σαν να έχουμε 1975, ξερωγώ. Η Hynde συμπεριφέρεται σαν τίποτα να μην παρεμβλήθηκε στην πορεία του rock μέσα στα χρόνια, λες και είναι απομονωμένη σε μία αποστειρωμένη φούσκα, όπου μόνο το reverb επιτρέπεται να εισχωρήσει και οι φαζαριστές κιθαριστικές ματσίλες, δικές της ή των εκάστοτε συνεργατών της. Επίσης επιτρέπονται οι Cream και οι Yardbirds αλλά για κάποιο λόγο, όχι οι Clash και οι… αρχικοί Pretenders. Πραγματικά είναι βαρετό το Relentless παρότι τα πάντα βρίσκονται στη θέση τους όσον αφορά τα τυπικά συστατικά: αφηγηματικές, πληθωρικές μελωδίες, ίσως ενισχυμένα ηλεκτρικά blues στοιχεία από την παράδοση του βρετανικού rock των 60s, riffs που έρχονται από τα συρτάρια των άφθαρτων μέσα στις ζελατίνες κιθαρισμών. Σχεδόν μπορείς να μυρίσεις και τα αρωματικά sticks με πατσουλί μέσα στο στούντιο.
Αλήθεια όμως είναι απάλευτο το μείγμα αυτό, δεν καταπίνεται. Το “Merry Widow” ας πούμε ακούγεται σαν να βγήκε από τα καπνισμένα υπόγεια του Λονδίνου στην εποχή του δικού του χιπισμού, το “Losing My Sense Of Taste” είναι hard rock σαν μέση περίοδος Thin Lizzy και μόνο σε μερικές στιγμές όπως το “Let The Sun Come In” έχεις την αίσθηση ότι η Chrissie Hynde είναι η ίδια ιέρεια που είχε κυκλοφορήσει ένα από τα συγκλονιστικότερα ντεμπούτα άλμπουμ όλων των εποχών με τους Pretenders, πίσω στα 1979. Σε άλλες στιγμές όπως στο “Vainglorious” ακούγεται σαν pub rock των Dr Feelgood -λίγο πριν σκάσει το punk- και σε άλλες στιγμές ακούγεται σαν folk rock απομεινάρι στην φάση της Sandy Denny (“Look Away”).
Ωστόσο, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει στην Hynde την ικανότητά της να γράφει τραγούδια ακέραια, δωρικά, χωρίς περιττά λίπη που στέκονται αυτόφωτα, πέραν από όποια αισθητική αντίρρηση. Τα τραγούδια από μόνα τους όμως δεν αρκούν να τραβήξουν μαζί τους προς την ανανέωση, την παλιωμένη αύρα της και την καθόλου συνεπή με το σύγχρονο αίτημα του ορθόδοξου rock. Μοιάζει η Chrissie να παλεύει με τον αναχρονισμό και το μπανάλ και να χάνει, γαμώτο.