Μια από τις μεγάλες ελπίδες της crossover electronica των ‘00s, αγαπημένο παιδί των DJs του BBC που έγινε με συνοπτικές διαδικασίες αγαπημένος DJ και ο ίδιος. Πολυσχιδής παραγωγός, μουσικός, singer – songwriter. Ο άνθρωπος που με τους Mount Kimbie καρφίτσωσαν με αξιώσεις την πινέζα της post dubstep στον ατελείωτο μουσικό χάρτη των sub-genres, ο ίδιος άνθρωπος που μερικά χρόνια μετά είδε το όνομά του στα credits δίσκων της Beyoncé και του Frank Ocean. Ο άνθρωπος που μπορεί να αράξει με τον Kanye West και ταυτόχρονα να ετοιμάζει το feature του Brian Eno σε έναν προσωπικό του δίσκο. Αυτός είναι ο James Blake και με κάποιον μαγικό τρόπο καταφέρνει να χωρέσει το αταξινόμητο, γοητευτικό μονοπάτι του σε κάθε νέο δισκογραφικό εγχείρημα του και στη δεύτερη πλήρη δεκαετία της καριέρας του: είτε πρόκειται για την εντυπωσιακή άσκηση πιο «συμβατικής» τραγουδοποιίας του Friends That Break Your Heart του 2021 είτε για το νέο του, έκτο κατά σειρά album του, Playing Robots Into Heaven, με το οποίο παίρνει μια αφηρημένη αλλά καθόλου αδιάφορη στροφή στις προσωπικές ηλεκτρονικές του ρίζες.
Έντεκα tracks που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κλείνουν -κατά συντριπτική πλειοψηφία- το μάτι σε κάποιο μετα-dancefloor που βρίσκεται στα σκαριά στο μυαλό του James Blake, dubstep θεμέλια, house αισθητικοί κανόνες, ένα άγγιγμα της techno εδώ, μια χρυσή χούφτα modular synths από εκεί, σεσημασμένα πλήκτρα και φωνητικά λεπτοδουλεμένης αισθητικής σε στρατηγικές συνεισφορές. Samples από παιδικές χορωδίες, gospel σύνολα και εκκλησιαστικά όργανα σαν ελαφριές αλλά πολύ σημαντικές πινελιές σε μισοτελειωμένους πίνακες ενός μεγάλου τεχνίτη και τα χαρακτηριστικά πια voice cuts του Blake παντού να συνδιαλέγονται με το ποτενσιόμετρο του pitch σε κάτι που από τη μία θυμίζει σετ ρυθμίσεων και εφέ για ένα eleve DJ set και την επόμενη γίνεται το set αυτό καθαυτό – σε αυτό το μετά-dancefloor που έχει σηκώσει κι άλλον όροφο στο μυαλό του James Blake.
Το εναρκτήριο “Asking to Break” ανοίγει την πόρτα σε έναν laidback διάδρομο που οδηγεί στα ενδότερα του δίσκου, εκεί που σε υποδέχονται σε μια εξαιρετική αλληλουχία το “Loading” και το “Tell Me” – με την υπολογισμένη εσωστρέφεια του πρώτου να γυρίζει το μέσα – έξω για να συναντήσει την κομψή rave banger αισθητική του “Tell Me”. Το αξιόλογο και πρώτο σερί του πρώτου μισού του album ολοκληρώνεται με το “Fall Back” ένα ακόμα dance piece για μικρές ώρες -και κάπως σκοτεινές για τα δεδομένα του James Blake- και το πειραματικό ιντερμέδιο του “He’s Been Wonderful” που απλώνει τροφή για σκέψη πάνω σε ένα patchwork από ετερόκλητα samples. Στη μέση του δίσκου δεσπόζει με την άνεση ενός σύγχρονου, πολυμορφικού, βραδύκαυστου banger το centerpiece του “Big Hammer” με ολίγον από trap, πολύ από jungle και ένα τελικό αποτέλεσμα κομμένο και ραμμένο για μια καλή θέση στην επόμενη playlist του Jamie XX. Από εκεί και πέρα το ανάλαφρο house filler του “I Want You To Know” και το κάπως μπερδεμένο “Night Sky” κατεβάζουν ταχύτητες για να οδηγήσουν μέσα από το back to back homage των “Fire the Editor” και “If you Can Hear Me” στη στόφα του James Blake ως έμπειρου συνθέτη καθαρόαιμης ηλεκτρονικής μπαλάντας, στην κατακλείδα του δίσκου: εκεί που το φερώνυμο track μετατρέπει τον τίτλο σε μουσική εικόνα σε ένα κάπως ασύνδετο αλλά ευφορικά υπνωτιστικό outro με το οποίο πράγματι μπορείς άνετα να ονειρευτείς ρομπότ να τρέχουν και να παίζουν σε ένα ακαθόριστο παραδεισένιο λιβάδι.
Σε μια εποχή απαιτεί γρήγορη και αποτελεσματική επικοινωνία σε όλα τα πεδία και σε όλα τα επίπεδα το νέο album του James Blake ίσως και να μην περνάει καν τη βάση: οι αρμοί του είναι ασαφείς, η αίσθηση που αφήνει σε πολλά σημεία είναι αυτή ενός σκίτσου, μιας ιδέας που είχε χρησιμοποιηθεί σε κάτι άλλο παλιότερα, ή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάτι άλλο αργότερα. Παρόλα το Playing Robots Into Heaven ξεχειλίζει ιδιότυπα με όλες τις ποιότητες χάρη στις οποίες ο James Blake σημαίνει αυτό που σημαίνει για την ηλεκτρονική μουσική, ενώ αυτό ακριβώς το αφηρημένο context στο οποίο τοποθετείται το ηχητικό συμπίλημα γίνεται για κάποιον λόγο όχι εύκολο να τον περιγράψεις αυτή ακριβώς η κόλλα -έστω και αφηρημένη- που συμπληρώνει τα κενά συνοχής του album. Γιατί εδώ που τα λέμε δεν υπάρχουν και πολλοί παραγωγοί που ένα απλό sketchbook τους να σε θέση να δώσει έναν δίσκο πιο ενδιαφέροντα από τον μέσο όρο της ηλεκτρονικής κυκλοφορίας εκεί έξω.
Για έναν δίσκο, λοιπόν, που ο μέσος φανατικός του James Blake δεν θα καταδεχτεί να τον βαθμολογήσει με κάτω από 8 και ένας ψύχραιμος γνώστης θα αφήσει τη μπίλια να πέσει σε ένα ταπεινό 7, εμείς θα τα βρούμε κάπου στη μέση τις προσδοκίες που γεννά η επιστροφή του James Blake στα μουσικά εδάφη από τα οποία ξεκίνησε να ξετυλίγεται η ιστορία του. Και θα ευχηθούμε να το βρει ακόμα καλύτερα την επόμενη φορά και να μας δώσει αποκρυσταλλωμένο τον προορισμό στον οποίο οδεύει με το Playing Robots Into Heaven.