To 2021, τη χρονιά δηλαδή της εμφάνισης (ή και επέλασης, θα μπορούσε να πει κανείς) της 18χρονης τότε Olivia Rodrigo στα μουσικά πράγματα με τεράστια επιτυχία, ο γράφων είχε κλείσει την κριτική του για το τότε άλμπουμ της SOUR ως εξής: «Το άτολμο ντεμπούτο της είναι κομμένο και ραμμένο πάνω στις υπάρχουσες pop φόρμουλες και αρνείται να ξεφύγει από τις δοκιμασμένες συνταγές, ενώ το τίμημα που πληρώνει για την εμμονή του με τον άμεσο εντυπωσιασμό είναι ότι δεν αφήνει στον εαυτό του το περιθώριο να σκάψει πιο βαθιά. Η πρώτη ύλη υπάρχει, αλλά λείπει η στόχευση».
Στο GUTS, το δεύτερο άλμπουμ της Αμερικανής που κατέφθασε 2μισι χρόνια αργότερα, το πρώτο σκέλος του αποσπάσματος δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα: η Olivia Rodrigo δεν έχει καταφέρει να απαγκιστρωθεί από τις εντονότατες επιρροές της. Ο ήχος της παραμένει ένα κράμα από Avril Lavigne, Taylor Swift, Lorde, Phoebe Bridgers και μερικές ακόμα γυναικείες παρουσίες της pop, χωρίς να εισάγει την παραμικρή προσωπική ταυτότητα –σε αντίθεση με όλες τις προαναφερθείσες, οι οποίες, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, κατέθεσαν κάτι φρέσκο, διακριτό και κυρίως προσωπικό στη μουσική της εποχής τους όταν έκαναν την εμφάνισή τους.
Αυτό που έχει αλλάξει αισθητά είναι το δεύτερο σκέλος της φράσης. Έχουμε, δηλαδή, μια θεαματική αναβάθμιση σε επίπεδο songwriting στον δεύτερο αυτόν δίσκο, με κομμάτια που στην πλειονότητά τους όχι μόνο δεν «εξατμίζονται» μετά τις πρώτες ακροάσεις, αλλά αντίθετα αποκαλύπτουν όλο και μεγαλύτερο βάθος κάθε φορά που επιστρέφεις σε αυτά. Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν πρόκειται κάποιου είδους σοφιστικέ στροφή της Rodrigo στη βαριά κουλτούρα, ούτε επιχειρείται μια επανάσταση στο pop πεντάγραμμο˙ τα δομικά υλικά των συνθέσεων είναι πάνω κάτω τα ίδια, η θεματολογία παρεμφερής, ενώ για τις επιρροές τα γράψαμε παραπάνω. Ο τρόπος, όμως, που τα γνώριμα αυτά στοιχεία συγκεράζονται εδώ μαρτυρά μια άλλου επιπέδου φροντίδα, η οποία έχει μετουσιωθεί σε ακαταμάχητες μελωδίες, εξονυχιστικά δουλεμένη, πολυεπίπεδη παραγωγή, «στροφές» που φλερτάρουν με το απρόσμενο και μια αίσθηση, εν γένει, ότι τίποτα δεν έχει αφεθεί στην τύχη του. Μιλάμε για έναν φιλόδοξο δίσκο φτιαγμένο με μεράκι, η tracklist του οποίου θα μπορούσε να παράσχει κομμάτια που θα κάλυπταν τουλάχιστον το 70% μιας ιδανικής, υποθετικής “Best of” συλλογής της μουσικού, με το υπόλοιπο 30% να καλύπτεται από μερικά singles του SOUR.
Μέσα από 12 κομμάτια και σε σχεδόν 40 λεπτά μουσικής, η Olivia Rodrigo καταπιάνεται με αρκετά διαφορετικά ηχοχρώματα και αριστεύει στα περισσότερα από αυτά. Τα pop punk power chords του εναρκτήριου “all-american bitch” θα ήταν σίγουρα ζηλευτά από την Avril Lavigne των 2000s (η οποία, βέβαια, μάλλον δεν θα τολμούσε ποτέ να συμπεριλάβει εκείνο το επιτηδευμένα «λοξό» ακόρντο στο κλείσιμο των ρεφρέν), το ίδιο και το σπιρτόζικο “bad idea right?”, με την άψογη μεταχείριση του spoken word, τους στίχους που παρακαλούν να γίνουν memes και βέβαια το ουρανοκατέβατο noise rock κιθαριστικό solo στο «παρά δέκα», το οποίο προσθέτει στη σύνθεση αυτό το επιπλέον αλατοπίπερο που κάνει τη διαφορά. Το “vampire”, που ακολουθεί, είναι μια σειρά από μελωδικά κρεσέντο έντασης (σε άψογη φωνητική εκτέλεση), τα οποία επιλύονται με δύο απογυμνωμένα ακόρντα βγαλμένα από το textbook της κλασικής pop και αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα του πώς μπορείς να φτιάξεις όμορφη μουσική διαχρονικής αίγλης με τα απλούστερα των υλικών το 2023, χωρίς να πέσεις στην παγίδα του τετριμμένου.
Δεν υπάρχει λόγος να το κουράσουμε με ένα track-by-track review, αλλά θα ήταν παράλειψη να μην κάνουμε έστω μια αναφορά σε μερικά ακόμη highlights του δίσκου. Το “ballad of a homeschooled girl”, για παράδειγμα, όπου η Olivia Rodrigo πλησιάζει επικίνδυνα κοντά σε indie rock χωράφια με τρόπο εντυπωσιακά τίμιο και δίχως ίχνος σφετερισμού. Ή το “logical”, μια πρωτοκλασάτη, θλιμμένη πιανιστική pop μπαλάντα Adele-ικής έμπνευσης και ανθεμικής δυναμικής, με στιχουργικό reference στο “2+2=5” των Radiohead (!) και με ένα αξιαγάπητο θράσος να κεράσει γραντιόζα μελωδικότητα καταφέρνοντας να μην γίνεται μελό–δεν την λες και εύκολη την ισορροπία. Και βέβαια το “get him back!”, με την α λα “Loser” (Beck) ρυθμολογία να βαστάει στους ώμους της ολόκληρη τη σύνθεση και κατά έναν μαγικό τρόπο να μεταμορφώνει το τρίπτυχο μελωδία-στίχοι-φωνητικά από εν δυνάμει… high school girl σαχλοαμερικανιά στo ίσως πιο εθιστικό κομμάτι του δίσκου (ναι, τόσο οριακή είναι η κατάσταση και εδώ).
Ο βασικός λόγος που το GUTS ξεγλιστράει από όλες αυτές τις μπανανόφλουδες (και από άλλες τόσες στα κομμάτια που δεν σχολιάστηκαν παραπάνω) είναι το εμφανές όραμα των δημιουργών του να παραδώσουν έναν mainstream pop δίσκο μακρινής εμβέλειας, με στόχευση στη μουσικότητα. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση του σεβασμού στο έργο από την πλευρά της Olivia Rodrigo πρωτίστως, αλλά και όλων των υπόλοιπων συντελεστών. Κάθε ιδέα που φέρνουν στο τραπέζι, κάθε μουσικό ύφος που υιοθετούν, κάθε επιλογή που κάνουν σε επίπεδο παραγωγής, είναι όλα τους υλοποιημένα με επιμέλεια και σχολαστικότητα -και πάντα με πυξίδα τη μουσικότητα και την επαρκή εκπροσώπηση των πλέον θεμελιωδών σταθερών της: μελωδία, αρμονία, ρυθμολογία, ενορχήστρωση.
Αδιαπραγμάτευτα απολαυστικό και κάργα εμπορικό (αλλά επ’ ουδενί ευτελές), το GUTS πραγματοποιεί ένα εξελικτικό άλμα σε σχέση με τον προκάτοχό του και έρχεται για να «κλειδώσει» το status της Olivia Rodrigo ως μία από τις πρωταγωνιστικές φιγούρες της βιομηχανίας. Εάν με τον επόμενο δίσκο της καταφέρει να αποστασιοποιηθεί από τις επιρροές της και να απεμπλακεί από τη δελεαστική ευκολία της ετερόφωτης δημιουργικότητας, θα έχει τσεκάρει και το τελευταίο κουτάκι που της απομένει για να αποκτήσει πρόσβαση στην κατηγορία των σπουδαίων της σύγχρονης pop.