Δεν θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που μία μπάντα στην απόλυτη ακμή της αποφάσισε να κυκλοφορήσει ολοκαίνουριο υλικό ως live ηχογράφηση. Για τους Black Country, New Road αυτός ο νέος δρόμος δεν έμοιαζε ως επιλογή, αλλά ως απόλυτη ανάγκη: η αποχώρηση του frontman Isaac Wood για λόγους ψυχικής υγείας λίγο πριν την κυκλοφορία του δεύτερου τους άλμπουμ πυροδότησε ένα νέο κύκλο τραγουδιών κατά τη πρώτη τους περιοδεία χωρίς εκείνον, τα οποία έπρεπε να συλληφθούν οπωσδήποτε ζωντανά λίγο πριν το τέλος μίας γλυκόπικρης, ταραχώδους χρονιάς προκειμένου να την ξορκίσουν μία και καλή.

Έτσι, παρόλο που το, βιντεοσκοπημένο σε τρία μέρη, Live at Bush Hall είναι γεμάτο από φανερούς στίχους (“Look at what we did together!/BC,NR friends forever”) ή συμβολικές λέξεις - Turbines, Pigs, Trousers, Dancers είναι όλες έννοιες που ακούγονται στο δίσκο και συνθέτουν ένα κρυπτικό θησαυρόλεξο που βγάζει νόημα μόνο στο μυαλό του γκρουπ - που αναφέρονται στο τέλος μίας εποχής και στην αρχή μίας καινούριας, είναι τα λόγια της μπασίστριας Tyler Hyde προς το κοινό στο τέλος του εισαγωγικού και γεμάτου νόημα, “Up Song” που αποκρυσταλλώνουν καλύτερα τη στιγμή: “congratulations everyone, we’ve made it to the end of the year!”. Και όχι μόνο τα κατάφεραν, αλλά με την τρίτη τους δουλειά αποδεικνύουν πως είναι μία συνεχώς εξελισσόμενη, μουσική δύναμη που δεν καταλαβαίνει από κακοτοπιές, αλλά ίσα ίσα κάθε δυσκολία στο δρόμο της, την κάνει και πιο σφιχτοδεμένη. Είναι, με άλλα λόγια, ένα σύνολο μεγαλύτερο από το μεμονωμένο άθροισμα των μερών του.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του δίσκου, ως πρώτη αίσθηση, είναι ότι δεν υπάρχει στιγμή που να οδηγεί στη σκέψη του πως θα ακουγόταν αν στα φωνητικά υπήρχε ο Isaac Wood. Οι Tyler Hyde, Lewis Evans και Mary Kershaw μοιράζονται με μεγάλη επιτυχία αυτό το νέο ρόλο, καθώς δεν τραγουδούν με πρόθεση να αναπληρώσουν το κενό στο μικρόφωνο, αλλά με τα δικά τους μοναδικά χαρακτηριστικά. Το “Ι Won’t Always Love You”, μία συναισθηματική παράσταση με post-rock κορύφωση σήμα κατατεθέν του γκρουπ, είναι ένα τρανό διαπιστευτήριο για τα εξαιρετικά φωνητικά της Hyde, ενώ στο αμέσως επόμενο “Across The Pond”, ο Lewis Evans μεταμορφώνεται σε ένα ερωτοχτυπημένο, twee kid που εξομολογείται πατώντας σε ένα τραγούδι που θα έγραφαν οι Divine Comedy αν είχαν μέσα τους το μικρόβιο της εξερεύνησης. Παράλληλα αρχίζει να γίνεται πιο σαφές και που κάθεται η ηχητική μπίλια για τους BC,NR: τραγούδια που διακατέχονται από μία twee, μελωδική ευαισθησία, χτίζονται με post-rock φιλοσοφία, παραδίδονται με θεατρικότητα και τελικά αποπνέουν ένα DIY, indie ήθος - αυτός είναι ο χώρος μέσα στο οποίο ανθίζει η τέχνη των Βρετανών. Γι΄αυτό και “Turbines/Pigs” που φιλοξενεί στα σχεδόν 10 λεπτά διάρκειας του, είναι ένα από τα καλύτερα και πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια της δισκογραφίας του γκρουπ: ξεκινά ως μία απλή, πιανιστική μπαλάντα που εξελίσσεται σταδιακά σε ένα αλλόκοτο, φολκλόρ παραμύθι, από αυτά που ξέρει να αφηγείται πολύ καλά ο Richard Dawson, και καταλήγει σε μία ανατριχιαστική, ορχηστρική κορύφωση, από αυτές που κάνουν τους BC,NR να ακούγονται σαν τους Arcade Fire αυτής της δεκαετίας.

Το “Up Song (Reprise)” κλείνει το δίσκο με την ίδια παρότρυνση/ υπενθύμιση: “look at we did together”. Μία τελευταία ματιά προς το πρόσφατο παρελθόν για να θυμηθούν και οι ίδιοι πόσο περηφάνοι πρέπει να νιώθουν για το που έχουν φτάσει ως τώρα. Κυρίως όμως η φράση ακούγεται σαν μία υπόσχεση ή και προειδοποίηση για το που μπορούν να φτάσουν: με το παρελθόν πλέον σφραγισμένο, το μέλλον μπορεί να μοιάζει όσο συναρπαστικό ήταν κάποτε.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured