Κρίμα που δεν έχουμε όλοι την ίδια ικανότητα στο να αφομοιώνουμε την μουσική ιστορία εξωτικών τόπων όπως η Βραζιλία. Πόσο μάλλον να ξέρουμε ότι απέχουμε αρκετά από το να την προσαρμόσουμε στις δικές μας παραγωγές την ίδια στιγμή που για τις αναπτυγμένες πολιτιστικά κοινωνίες, η παρακαταθήκη δίσκων όπως το Clube Da Esquina των Milton Nancimento και Lo Borges θεωρείται από τα χρυσά standards της Λατινοαμερικάνικης δισκογραφίας, όπως αυτή διδάσκετε στις σχολές σύγχρονης τέχνης. Η’ μπορεί και να μην διδάσκετε, μπορεί απλά να είναι κοινή γνώση για «γάτες» όπως ο Thomas Brenneck που πριν καλά πατήσει τα 20 του είχε βρεθεί να οδηγεί με την κιθάρα του μπάντες όπως οι Dap Kings στο πλευρό της Sharon Jones και πριν γίνει 30 υπέγραφε την πλειοψηφία των συνθέσεων που μετέτρεπαν την θρυλική φωνή του Charles Bradley σε παγκόσμιο soul φαινόμενο.

Για το Menahan Street ή Budos Band crew που ακριβώς τέτοια εποχή, δέκα χρόνια πριν, άνοιγε σε δύο περίεργους Greeks τις πόρτες στο περίφημο Dunham studio τους στο Williamsburg, δίσκοι όπως το Clube Da Esquina είναι τρόπος ζωής. Η απλότητα και η ομορφιά του να απολαμβάνεις τον καφέ σου με τον ανοιξιάτικο ήλιο της Νέας Υόρκης και ένα σωστό joint την στιγμή που σπάνιοι δίσκοι από όλες τις γωνιές του κόσμου (όπως αγοράστηκαν από τα δισκοπάζαρα της περιοχής-χωνευτήρι που είναι το Brooklyn) παίζουν στο πικαπ, λίγο πριν μπεις στο απόλυτα αναλογικό στούντιο για να ηχογραφήσεις τα πιο 60s grooves που σου ζητάει ο Mark Ronson με την Amy Winehouse.

Αν ο Brenneck ζούσε έτσι από την εφηβεία του, δεν είναι να απορείς γιατί όταν επέλεξε να μετακομίσει στο Los Angeles και να στήσει την δική του Diamond West Records στο ανάλογο στούντιο, αποφάσισε να δισκογραφίσει με τέτοιο μεράκι. Για λόγους που ελπίζω σύντομα να μου γίνουν γνωστοί από κάποιου είδους τσατ ή κανονική συνέντευξη, ο Βραζιλιάνος samba pop crooner Roger Jose Curry (που είχε ένα ντόπιο ποπ momentum είκοσι χρόνια πριν) βρέθηκε στον δρόμο του Brenneck και ακριβώς όπως συνέβη με την καθυστεριμένη καριέρα ονομάτων όπως η Sharon Jones, o Charles Bradley ή o Lee Fields, o Rogê βλέπει την διεθνή καριέρα του να απογειώνεται, λίγο μετά τα 47 του.

Απολύτως δίκαια αν με ρωτάτε. Στο Curryman, ακόμα και αν δεν καταλαβαίνει λέξη ο μέσος Ευρωπαίος, σχεδόν μπορεί να μυρίσει τον καφέ και σίγουρα θα ζηλέψει - εμπνευστεί από την ξεγνοιασιά, την εξοτική φινέτσα και τον οργανικό τρόπο με τον οποίο οι 11 συνθέσεις του δίσκου γυροφέρνουν τις samba φόρμες χωρίς όμως να αφήσουν όμως την μπίλια να κάτσει πάνω τους.

Ασφαλώς και το κόνσεπτ του δίσκου είναι ιδιαίτερα δυνατό. Με τον τρόπο που πλέον αφομοιώνουμε την μουσική άλλων ηπείρων στην ψηφιακή εποχή, ο πρώτος που θα έκανε έναν δίσκο με ανάλογο μεράκι που θα θύμιζε τις Jorge Ben και Caerano Veloso εποχές θα τίναζε την μπάνκα στον αέρα. Και για όλους τους σωστούς λόγους το δίδυμο των Brenneck και Cury είχε όλο το πακέτο. Όλος ο ρομαντισμός αλλά και ο πόνος στην ερμηνεία είναι εκεί ενώ οι ενορχηστρώσεις παραπέμπουν σε ιστορικά άλμπουμ επιπέδου Refazenda (1977, Gilberto Gil) με την διαφορά ότι τα grooves έχουν δυναμική ανάλογη των Os Mutantes και ασφαλώς όταν μιλάμε για τον κιθαρίστα-ιδρυτή των Budos Band, η desert ψυχεδέλεια ακόμα και στην ακουστική εκδοχή της είναι παρούσα.

 Το «κλειδί» στο αέρινο και πνευματικό στοιχείο που πλημμυρίζει αυτό το απόλυτα υποτιμημένο αριστούργημα, είναι ασφαλώς η ορχήστρα και τα έγχορδα του θρύλου πλέον Arthur Verocai. Ενός πρωτοκλασάτου συνθέτη-ενορχηστρωτή που μπορεί πρόσφατα να έγινε must χάρη στις εμμονές των BadBadNotGood, αλλά εδώ για κάποιο μαγικό λίγο βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον και η δουλειά του είναι μακράν το σημαντικότερο γκολ στην συνεργασία των Brenneck - Rogê.

Όχι. δεν πρέπει να διαλέξω αγαπημένα και όχι δεν θα κάνω focus συγκεκριμένα κομμάτια. Πρόκειται για ένα αριστούργημα που κυλάει αβίαστα στα 40 μόλις λεπτά του και χτίζει έναν υπέροχο κόσμο μακριά από τα χιπστερικά κλισέ Δυτικοευρωπαίων και Βορειοαμερικάνων ακροατών που επι χρόνια σνόμπαραν (και ακόμα το κάνουν) την διαφορετική ομορφιά που μπορεί να κρύβουν χώρες με τόσο πλούσια μουσική παράδοση. Και η Βραζιλία που καταγράφει το Curryman όχι μόνο κερδίζει σε κάθε δευτερόλεπτο της αλλά όσο θα κλιμακώνεται η αναγνώριση του από σπουδαία μουσικά ιδρύματα επιπέδου NPR και BBC τόσο ο Curryman θα μετατρέπεται σε ηπίων τόνων επιδραστική μουσική φιγούρα της Λατινοαμερικανικής φολκ. Μαγικό, ταξιδιάρικο και τόσο καλοφτιαγμένο που επιβάλλεται να το ακούσεις με τα μάτια κλειστά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured