Η soul και το rhythm ‘n’ blues ήταν πάντα εγγεγραμμένα στο DNA της μουσικής του Bruce Springsteen, ήδη από τις πρώτες του εφηβικές/νεανικές του μπάντες της δεκαετίας του’60 (Rogues, The Castiles, Steel Mill κ.ά). Δίνουν επίσης ζωτικά το παρόν σε μια πληθώρα ηχογραφήσεων της E Street Band, διατρέχοντας τις δεκαετίες. Μερικά παραδείγματα: Το Born to Run” προσιδιάζει ενορχηστρωτικά στο “River Deep, Mountain High” των Ike & Tina Turner (σε παραγωγή Phil Spector). Τo “Hungry Heart” είναι deep όσο και οι πιο ζόρικες southern soul ηχογραφήσεις του ’70. Τo “Ain't Good Enough for You” (από το The River) θα μπορούσαν άνετα να το έχουν ηχογραφήσει οι Supremes. Αντίστοιχα, το “Cover Me”, χωρίς τα σύνθια, δεν θα ακουγόταν παράταιρο στο ρεπερτόριο του Al Green. Το “Waitin' On A Sunny Day” (από το The Rising) είναι 100% Motown (δυνητική σύνθεση του Smokey Robinson κατά προτίμηση). Το “High Hopes”, εξαιρώντας τις θορυβώδεις κιθάρες, χτυπά στον ρυθμό του funk των Κρεολών της Νέας Ορλεάνης. Στις συναυλίες του, επίσης, εδώ και χρόνια διασκευάζει συχνά Isley Brothers, Martha & The Vandellas, Ronettes κ.ά.

Δεν θα πρέπει λοιπόν να απορεί κανείς με την επιλογή του να ηχογραφήσει ένα ολόκληρο album με διασκευές σε παλιά soul και rhythm ‘n’ blues, εν έτει 2022 και σε ηλικία 73 ετών. Ας μην υποτιμηθεί και το άλγος του χρόνου. Τα περισσότερα από αυτά τα κομμάτια συνέθεσαν το soundtrack της νεότητάς του, τα άκουγε στο ράδιο, στους σχολικούς χορούς, στα πρώτα νυχτοπερπατήματα σε μπαρ στο Long Branch του New Jersey ή μερικά μίλια πιο μακριά, οδηγώντας ίσως. Και οι Stones, εξάλλου, δεν έκαναν το ίδιο με τα blues στο –έξοχο και παραγνωρισμένο- Blue & Lonesome του 2016;

Για την ιστορία, αυτό είναι το εικοστό πρώτο επίσημο στούντιο album του Springsteen και το πρώτο του αποκλειστικά με διασκευές από την εποχή του We Shall Overcome: The Seeger Sessions (2006), όπου ανέτρεξε στη λαϊκή μουσική κληρονομιά της Αμερικής, μεγάλο μέρος της οποίας διέσωσε ο Pete Seeger. Στο album, που θα μπορούσε πάντως να έχει έναν λιγότερο κλισέ και macho τίτλο, συμμετέχουν: Ο Sam Moore (από το ντουέτο των Sam & Dave της Stax), o οποίος μοιράζεται τα φωνητικά με τον Springsteen σε δύο κομμάτια, οι E Street Horns, δηλαδή οι Curt Ramm, Barry Danielian, Eddie Manion, Clark Gayton και Jake Clemons (ανιψιός του μακαρίτη γίγαντα Clarence Clemons, πάλαι ποτέ σταθερού σαξοφωνίστα του Springsteen), οι οποίοι συνεργάζονται με τον Bruce από το 2012-13 και τα πνευστά τους, εύλογα, κυριαρχούν, εδώ, στις ενορχηστρώσεις, καθώς και μια γεμάτη χορωδία, η οποία αποτελείται από τους Soozie Tyrell (που παίζει και βιολί), Lisa Lowell, Michelle Moore, Curtis King Jr., Dennis Collins και Fonzi Thornton. Την παραγωγή μοιράζονται ο ίδιος ο Springsteen και ο Ron Aniello, ο οποίος έχει κάνει επίσης τη συμπαραγωγή στα Wrecking Ball (2012), High Hopes (2014), Western Stars (2019) και Letter to You (2020).

Εισαγωγή με το ομώνυμο κομμάτι, σύνθεση των Kenny Gamble και Leon Huff που είχε ερμηνεύσει το 1968 ο Jerry Butler για λογαριασμό της Mercury, χορευτική “sweet soul music” της σχολής της Φιλαδέλφεια (Philly Sound), και αρχίζει το πάρτι. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για το "Hey, Western Union Man" του 1968, επίσης εγγραφή των Butler/Gamble/Huff, στακάτος ρυθμός, τα έγχορδα και τα πνευστά πιάνουν δουλειά και ο Bruce επαναλαμβάνει στο ρεφρέν “Hey, Western Union Man/Send Me A Telegram" - προφανώς στην αγαπημένη του.  Ακολουθεί το "Soul Days", σύνθεση του Jonnie Barnett, να’ το το πρώτο ντουέτο με τον τενόρο Sam (Moore), με τον Springsteen να υποδύεται πειστικά τον ρόλο του πιο βαρύτονου Dave (Prater). Το "Nightshift", των Walter Orange/Dennis Lambert/Franne Golde τραγούδησαν πρώτοι οι Commodores το 1985. Εισαγωγή με κρουστά και vibes, στη συνέχεια μελώνει, γίνεται ερωτικό σαν το “Sexual Healing”, πρόκειται εξάλλου για φόρο τιμής στον Marvin Gaye: “Marvin, he was a friend of mine…/Talk to me/Can’t You See/What’s Going On…/working on nightshift, long night…”, και ο Springsteen, μαζί με τον Marvin, αναθυμάται και τις εργατικές καταβολές του.

Το πρώτο single "Do I Love You (Indeed I Do)" θεωρείται ένα από τα διαμάντια της northern soul. Σύνθεση του Frank Wilson που το τραγούδησε ο ίδιος το 1965 στη Motown, διατηρεί τη φρεσκάδα του και σ’ αυτή την εκτέλεση: τα vibes, το βιολί και τα πνευστά των E Street Horns κανοναρχούν τον ρυθμό, η χορωδία γεμίζει τον ήχο στο ρεφρέν, κι αν υπολείπεται κάπως σε σπιντάδα της εκτέλεσης του Wilson, μπορεί κι αυτό να σηκώσει την πίστα στον αέρα.

Το "The Sun Ain't Gonna Shine Anymore", των Bob Crewe/Bob Gaudio, που ερμήνευσε το 1965 ο Ιταλοαμερικανός Frankie Valli, είναι από εκείνα τα δακρύβρεχτα που αρέσουν στους μαφιόζους του Scorsese. “Loneliness….deep shades of blue…”, o Springsteen δεν το αλλάζει πολύ, όμως μπαλαντζάρει κάπως με τη βραχνάδα του το πολύ μελό. Το "Turn Back the Hands of Time", τωνJack Daniels/Bonnie Thompson, είναι ένα από τα ωραιότερα sweet soul κομμάτια, ever! Το τραγούδησε πρώτος ο Tyrone Davis, το 1970, στην εταιρία Dakar. Η εκτέλεση του Springsteen ακολουθεί σε ρυθμό το πρωτότυπο, έχει όμως πιο πλούσια ενορχήστρωση και ο Bruce το προσαρμόζει στη φωνή του, που δεν μπορεί να πιάσει το φαλτσέτο του Davis.

Η δεκαετία του 1980 ήταν, γενικά και με τις όποιες εξαιρέσεις, μια κακή δεκαετία για τη soul. To "When She Was My Girl", σύνθεση των Larry Gottlieb και Marc Blatte, που τραγούδησαν το 1981 οι Four Tops, δεν είναι πάντως του συρμού. Εισαγωγή με μια όμορφη κιθαριστική συγχορδία, σε λίγο προστίθενται τα πνευστά, η φωνή του Bruce δεν έχει το βάθος του Levi Stubbs, όμως δεν τα πάει κι άσχημα. Ακόμα καλύτερη είναι η εκτέλεση του “7 Rooms Of Gloom”, σύνθεση της μαγικής τριάδας Holland–Dozier–Holland, που ερμήνευσαν επίσης οι Four Tops τo 1967 στη Motown. Ξεκινά κάπως αργά και εν συνεχεία επιταχύνει και ο ήχος χάρη στα πνευστά γίνεται όλο και πιο οξύς, πιο φορτισμένος συναισθηματικά, θυμίζοντας μια άλλη μεγάλη επιτυχία των Four Tops, το “Reach Out (I’ll Be There)”.

 Το "I Wish It Would Rain", σύνθεση των Norman Whitfield/Barrett Strong/Rodger Penzabene (Motown, 1967), είναι μια από τις ωραιότερες, πολυφωνικές gospel-soul μπαλάντες όλων των εποχών. Εδώ βέβαια απουσιάζουν οι Φωνάρες των Temptations (David Ruffin, Melvin Franklin, Otis & Paul Williams, Eddie Kendricks), όμως ο Bruce και η χορωδία του βάζουν τα δυνατά τους. Αδελφός του David Ruffin των Temptations ήταν ο Jimmy Ruffin που προτίμησε τη σόλο καριέρα. Το 1966 ηχογράφησε στη Motown το "What Becomes of the Brokenhearted", σύνθεση των William Weatherspoon/Paul Riser/James Dean, που στην εκτέλεση του Springsteen διατηρεί τον στιβαρό ρυθμό του (αν και η rhythm section των Funk Brothers δεν επαναλαμβάνεται) πάνω από τον οποίο η πρώτη φωνή εκφράζει το ερωτικό «γαμώτο» της.

“I Don’t Care If You Lie/ Let’s Dance”, ρίχνει το σύνθημα ο Bruce. Ώρα να χορέψουμε ξανά: "Don't Play That Song", σύνθεση του Ahmet Ertegun (το αφεντικό της Atlantic) και της Betty Nelson, συζύγου του Ben E King (“Stand By Me” και άλλα πολλά), ο οποίος το τραγούδησε το 1962 για λογαριασμό της Atco (θυγατρική της Atlantic). Βιολιά, έγχορδα, και ο Bruce να αναπολεί με την ερμηνεία του τα νεανικά του χτυποκάρδια.  Ξεψάχνισμα κατόπιν στον κατάλογο της Stax/Volt, της σημαντικότερης (πάνω κι από τη Motown) εταιρίας της soul, Μαύρης και Υπερήφανης. Ο Springsteen διαλέγει δύο κομμάτια που τραγούδησε ο William Bell: το στροβιλιστικό rhythm ‘n’ blues "Any Other Way" του 1962 και το πιο γλυκό και αγαπησιάρικο "I Forgot to Be Your Lover", σύνθεση του Bell και του Booker T. Jones των Booker T. & The MG’S, όπου τον συνδράμει στα φωνητικά ξανά ο Sam Moore.

Φινάλε με το "Someday We'll Be Together", που παίζει εδώ και καιρό στις περιοδείες του, μια σύνθεση του Johnny Bristol, του Jackey Beavers και του αδικημένου συνθέτη Harvey Fuqua, την οποία τραγούδησαν οι δύο πρώτοι ως Johnny & Jackey, το1961, στην εταιρία Tri-Phi. Ανθεμικό, ό,τι πρέπει για sing along, ειδικά στα live, o Bruce είναι μπροστάρης όμως είναι η χορωδία που το σηκώνει στις πλάτες της.

Το Only The Strong Survive δεν θα πρέπει να αξιολογηθεί ως κανονικό album με κομμάτια του ίδιου του Springsteen. Δεν έχει αυτό το ειδικό βάρος. Είναι όμως ευπρόσδεκτο για το καλό γούστο στην επιλογή των τραγουδιών, για το μεράκι και το άψογο παίξιμο των μουσικών. Και, κυρίως, επειδή μας θυμίζει πόσο ξελογιάστρα είναι η soul. Στοιχηματίζω ότι όσοι το απολαύσουν, θα αναζητήσουν και τις πρώτες εκτελέσεις.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured