«Μα γιατί ασχολείστε με την Taylor Swift;», ρωτάνε κάποιοι. Η αίσθηση του γράφοντος είναι ότι παρά τα 16 χρόνια δισκογραφικής δραστηριότητας της 32χρονης Aμερικανής, το ελληνικό κοινό ακόμα δεν έχει αντιληφθεί με τι είδους εμπορικό φαινόμενο έχουμε να κάνουμε. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι η προβολή της στα ελληνικά (και τα ευρωπαϊκά γενικότερα) media είναι ελάχιστη, σε σχέση με εκείνη της Adele, για παράδειγμα –η επιλογή του παραδείγματος δεν είναι τυχαία˙ η Adele είναι από τα ελάχιστα ονόματα του 21ου αιώνα που έχουν συγκρίσιμες πωλήσεις δίσκων.
Για να αποκτήσει κανείς αίσθηση του μεγέθους της επιτυχίας της Taylor Swift, αρκεί να ρίξει μια ματιά στα νούμερα και να διαπιστώσει ότι οι συνολικές πωλήσεις δίσκων της αυτή τη στιγμή εκτιμώνται ότι ξεπερνούν τα 200 εκατομμύρια, με βάση τις πηγές της Wikipedia. Αυτό την κατατάσσει στους 20 πιο εμπορικούς καλλιτέχνες όλων των εποχών με κριτήριο της συνολικές πωλήσεις, με νούμερα παραπλήσια με εκείνα των Eagles, της Whitney Houston και των Rolling Stones.
Το άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ότι οι πωλήσεις των δίσκων της είναι σταθερά υψηλές από το 2006 και το ντεμπούτο της, μέχρι σήμερα. Με διακυμάνσεις μεν, χωρίς να μετράει όμως ούτε μια εμπορική αποτυχία. Το φετινό Midnights όχι μόνο συνεχίζει αυτήν την παράδοση, αλλά εξελίσσεται σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο στις μετρήσεις του Billboard.
Το παραπάνω δεν οφείλεται μόνο στη διεύρυνση του fanbase προς το πιο μουσικόφιλο κοινό που πέτυχε με την κυκλοφορία των δύο folk δίσκων του 2020 (Folklore και Evermore), ούτε στην τόνωση του hype που προήλθε από την πρόσφατη επανηχογράφηση δύο από των πιο αγαπημένων δίσκων της το 2021 (Red και Fearless). Ούτε βέβαια θα αρκούσε αποκλειστικά το πονηρό marketing που συνόδεψε την κυκλοφορία του, που με τέσσερα διαφορετικά εξώφυλλα ώθησε το φανατικό κοινό της να αγοράσει το άλμπουμ περισσότερες από μία φορές.
Το Midnights είναι δίσκος με έξυπνο concept (οι ενδιαφερόμενοι ας το ψάξουν), έξοχα δουλεμένη παραγωγή δια χειρός Jack Antonoff που παραπέμπει στην synthpop της δεκαετίας του 1980, αλλά και ένα εθιστικό πρώτο single (“Anti-Hero”), το οποίο ίσως είναι το καλύτερο νέο κομμάτι που έχει ηχογραφήσει από την εποχή του 1989 (2014). Ο δίσκος γενικά έχει καλή ροή, αισθητική συνοχή, meme friendly στιχουργική και βέβαια τη χαρακτηριστική συνθετική προσέγγιση της Taylor Swift, η οποία διαχρονικά, με λίγες εξαιρέσεις, τείνει να χρησιμοποιεί την πιο standard εργαλειοθήκη της pop: αυστηρά ματζόρε κλίμακες, κύκλοι τεσσάρων ακόρντων και πομπώδη ρεφρέν. Συνταγή που πετυχαίνει, θα έλεγε κανείς, γιατί να την αλλάξει;
Το βασικό προβληματικό σημείο στο Midnights, βέβαια, δεν είναι τόσο η ατολμία του (δεν είναι δα και απαραίτητο να επανεφεύρεις τον τροχό για να παραδώσεις έναν καλό pop δίσκο), όσο η αδυναμία του να παρουσιάσει δεύτερο σπουδαίο κομμάτι, πέρα από το “Anti-Hero”. Με εξαίρεση λοιπόν το single αυτό, ο δίσκος κινείται διαρκώς στη μέση ζώνη: σχεδόν όλα τα κομμάτια είναι προσεγμένα και συμπαθή, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο, κανένα όμως δεν είναι ικανό να ξεχωρίσει δίπλα σε προηγούμενες κορυφές της δισκογραφίας της Taylor Swift ως διαχρονικό pop anthem. Όσο κολλητικά κι αν είναι κομμάτια σαν το “Maroon”, το “Question…?” και το “Snow On The Beach” (όπου συμμετέχει και η Lana Del Rey), τα οποία και συμπληρώνουν το κουαρτέτο των highlights του δίσκου, λείπει το συστατικό εκείνο που απαιτείται για να τα απογειώσει.
Ανεξάρτητα λοιπόν από την ιλλιγιώδη εμπορική πορεία του, ο χρόνος μάλλον δεν θα αποτιμήσει το Midnights ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της Aμερικανής, όπως δεν θα το αποτιμήσει και ως ένα από τα χειρότερα. Πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για μία από τις αξιοπρόσεκτες mainstream κυκλοφορίες του 2022.