Η έλευση του δεύτερου δίσκου των Black Country, New Road, των υπερταλαντούχων αυτών νεαρών Βρετανών που πριν από έναν χρόνο εντυπωσίασαν κάθε ανήσυχο μουσικό αυτί με το πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο τους, έμελλε να έχει γεύση γλυκόπικρη. Γλυκιά, γιατί παρέδωσαν έναν ακόμα καλύτερο δίσκο. Αλλά και πικρή, γιατί η ακρόασή του δεν μπορεί να μη χρωματιστεί από την είδηση της αποχώρησης του τραγουδιστή και βασικού κιθαρίστα Isaac Wood, λίγες μέρες πριν από την κυκλοφορία του δίσκου. Το καλλιτεχνικό του ένστικτο, αυτές οι τόσο ιδιοσυγκρασιακές, σπαρακτικές ερμηνείες του, αλλά και η γοητευτικά νευρική παρουσία του στη σκηνή θα λείψουν από την μπάντα. Ήταν άλλωστε ένας από τους χαρισματικότερους frontmen που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια.
Σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις των Black Country, New Road, πίσω στο 2020, ο Wood είχε δηλώσει ότι ο πήχης της μπάντας είναι να γίνουν «οι επόμενοι Arcade Fire». Κι αν ο ήχος του περσινού τους ντεμπούτου, σε αντιπαραβολή με τη δήλωση αυτή, άφησε άπαντες απορημένους, υπό το πρίσμα των νέων τους ηχητικών κατευθύνσεων η φιλοδοξία τους φαντάζει πλέον καλύτερα θεμελιωμένη˙ έχουν αφήσει πίσω τους το spoken word, τα αιχμηρά riffs των Slint και τις ακανθώδεις ηχομάζες των black midi και πατινάρουν πάνω σε έντονες μελωδικές γραμμές, θέτοντας τον πολυοργανικό τους ήχο στην υπηρεσία του δραματικού λυρισμού. Είναι πια λιγότερο rock και περισσότερο art. Λιγότερο punk και περισσότερο post.
Η στροφή αυτή γίνεται εμφανής ήδη από το “Chaos Space Marine” –ουσιαστικά το πρώτο κομμάτι του δίσκου, αν εξαιρέσει κανείς τη σύντομη instrumental εισαγωγή. Μια σύνθεση που κλιμακώνεται σταδιακά, περιπλανώμενη ανάμεσα στις γειτονιές της μουσικής δωματίου, της φευγάτης jazz και της θεατράλε τραγουδοποιίας των μιούζικαλ, προτού κορυφωθεί σε ένα ανθεμικό ξέσπασμα που θυμίζει τις καλύτερες στιγμές του Funeral των εμβληματικών Καναδών, τους οποίους το συγκρότημα επιδιώκει να φτάσει. Πρόκειται για ένα indie κομψοτέχνημα, από τα καλύτερα που έχουν γράψει οι Βρετανοί και ενδεικτικό του επιπέδου του νέου τους δίσκου.
Κομμάτι με το κομμάτι, οι Black Country, New Road απλώνουν στο τραπέζι ένα σωρό δημιουργικές συλλήψεις, εκτελεσμένες με αξιοθαύμαστη τεχνική και πλαισιωμένες από μελωδίες και στιχουργικές αφηγήσεις ικανές να σε στοιχειώσουν για καιρό. Δεν μπορείς να προσπεράσεις εύκολα την ερεβώδη σαγήνη κομματιών σαν το “Bread Song”, ο αφοπλιστικός ρομαντισμός του οποίου σε κάνει να προβληματίζεσαι για το δικό σου συναισθηματικό εύρος. Δεν μπορείς να ακούσεις το “Haldern” χωρίς να νιώσεις την επιθυμία να το βιώσεις live, προκειμένου να παρακολουθήσεις τη μπάντα να υφαίνει μέτρο-μέτρο το δαιδαλώδες ηχητικό του πλέγμα. Δεν μπορείς να σταθείς συναισθηματικά αμέτοχος καθώς στα ακουστικά σου εξελίσσεται το ψυχορράγημα του “Snow Globes”, με τα δωρικά κιθαριστικά του ακόρντα και την αυτοσχεδιαστική καταιγίδα των ντραμς να τα συνοδεύει προσομοιάζοντας καρδιακούς παλμούς που πυκνώνουν και αραιώνουν, μέχρι να επέλθει η κάθαρση με τη νηνεμία των εγχόρδων.
Δεν μπορείς γενικότερα να μη θαυμάσεις -αν όχι αγαπήσεις- το Ants From Up There, είτε είσαι από αυτούς που ακούν μουσική εγκεφαλικά, είτε συναισθηματικά, αφού ο δίσκος λάμπει κι ακτινοβολεί και στα δύο αυτά επίπεδα. Κι αν δε μείνει στην ιστορία ως κορυφαίο κληροδότημα της post-Brexit punk σκηνής της Βρετανίας (μιας και η ηχητική του ταυτότητα τον τοποθετεί σε ελαφρώς διαφορετικές συντεταγμένες του μουσικού χάρτη) ή ως δίσκος που επέκτεινε τα σύνορα του είδους του (βρίσκεται, άλλωστε, στραμμένος περισσότερο στο παρελθόν, παρά στο μέλλον της indie γενεαλογίας), πιθανότατα θα μνημονεύεται με νοσταλγία ως ένας λατρεμένος δίσκος που δεν ακούστηκε ποτέ ολόκληρος στη σκηνή (τουλάχιστον όχι από τα χείλη του τραγουδιστή που τον ηχογράφησε) και σίγουρα ως το κλείσιμο ενός κεφαλαίου στην πορεία των Black Country, New Road. To κατά πόσο θα σημάνει την αρχή του τέλους τους ή το τέλος της αρχής τους, μένει να το δείξει η ιστορία.