Πολλοί μουσικογραφιάδες (μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος) έχουν χρησιμοποιήσει για κάποια τρέχουσα κυκλοφορία τη φράση «Αν αυτός ο δίσκος είχε βγει την τάδε εποχή, σήμερα θα θεωρούταν κλασικός». Ειδικά στην παρούσα φάση της νοσταλγικής (και μη) επιστροφής των 1980s και 1990s, υπάρχουν πολλές εξαιρετικές εκδοχές επί των ήχων των δεκαετιών αυτών.
Το ζήτημα βρίσκεται βέβαια στο κατά πόσο θα μπορούσαν αυτοί οι δίσκοι να έχουν υπάρξει δίχως την παρουσία των επιρροών τους. Αν πετάγαμε δηλαδή τους σύγχρονους μουσικούς κάπου στο 1984, δίχως τη γνώση των άλμπουμ που λατρεύουν και των επιρροών που τους στιγμάτισαν, θα ήταν άραγε ικανοί να γράψουν κάτι αντίστοιχο; Η απάντηση είναι –με σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα– όχι. Όμως κάτι τέτοιο δεν αναιρεί την ψυχαγωγική αξία των σύγχρονων αντικατοπτρισμών μιας κλασικής περιόδου· περιορίζει ωστόσο την αλόγιστη χρήση στόμφου στην περιγραφή δουλειών που απλώς αναπαράγουν με επιτυχία το παρελθόν.
Γνώρισα τους Καναδούς Traveler από το περσινό demo (το οποίο έγινε και split με τους Φινλανδούς Coronary), πρωτίστως λόγω των φωνητικών του καταπληκτικού Jean-Pierre Abboud (Gatekeeper, Borrowed Time). Τα 3 κομμάτια που περιείχε λειτούργησαν όπως ακριβώς οφείλει να κάνει ένα demo: σύστησαν επακριβώς το μουσικό ύφος του συγκροτήματος (κλασικό heavy με έμφαση στη speed metal αλητεία) και την ικανότητά του στην ουσιώδη σύνθεση, αφήνοντας μας πεινασμένους για μεγαλύτερη ποσότητα. Η ποιότητα του demo ήταν αναμφισβήτητη και δικαίως το φετινό ομώνυμο του γκρουπ ντεμπούτο συμπεριλαμβάνει και τα 3 τραγούδια του.
Οι Traveler ξέρουν ότι ο πυρήνας του πετυχημένου heavy metal είναι τα riffs. Εδώ προσφέρουν λοιπόν έναν μπουφέ με πανέμορφα κιθαριστικά θέματα, τα οποία αλληλεπιδρούν με μαεστρία τόσο μεταξύ τους, όσο και με την τρομερή σε εύρος και χροιά φωνή του Abboud (ο οποίος εξελίσσεται σε φαινόμενο της τρέχουσας δεκαετίας)· καταλήγοντας σε μια ηδονική αναπαράσταση του σκληρού ήχου των 1980s, στα καλύτερά του.
Οι Καναδοί στήνουν εύληπτα τραγούδια δίχως ίχνος περιττού λίπους, αφοσιωμένα εξ ολοκλήρου σε ένα κράμα heavy και speed metal –δηλαδή ατόφιου ατσαλιού. Οι Judas Priest είναι η μεγάλη επιρροή, από τη σημειολογία του “Starbreaker” (αν ο τίτλος δεν είναι αρκετός για να πείσει, τότε ο στίχος «sin after sin» ξεκαθαρίζει τα πράγματα), μέχρι την ουσία των lead θεμάτων. Από εκεί και πέρα ο μύλος αλέθει τους Iron Maiden (το “Up Τo You” λατρεύει τον καλπασμό του "The Trooper"), τους Queensrÿche, τους Liege Lord και τους Riot. Για όποιον μάλιστα βίωσε μια μικρή αποκάλυψη με το Diamonds των Enforcer (2010), εδώ έχουμε κάτι παρόμοιας υφής και ενέργειας, με πιο ευέλικτα φωνητικά.
Παρά το sci-fi εξώφυλλο, η θεματολογία του δίσκου είναι αρκετά προσγειωμένη και γειωμένη στο χωροχρονικό εδώ. Ενίοτε γίνεται χρήση έμμεσου λόγου κοινωνικής κριτικής, ο οποίος όμως δίνει την εντύπωση της προσκόλλησης στην πρόζα των 1980s, με κάπως γραφικά αποτελέσματα. Όσο για τη ρετρολαγνεία, υπάρχει το instrumental “Konamized”, φόρος τιμής στη θρυλική εταιρία video games, Konami.
«Το ντεμπούτο των Καναδών Traveler είναι ένας δίσκος που αν είχε βγει στα 1980s, σήμερα θα θεωρούταν κλασικός». Ναι, η δήλωση ταιριάζει εδώ, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, μιας και πρόκειται για κυκλοφορία αψεγάδιαστης ποιότητας, έμπνευσης και προσοχής. Ο δίσκος δεν βγήκε όμως το 1985, αλλά το 2019· οπότε και οι απαιτήσεις μας οφείλουν να είναι διαφορετικές.
Σίγουρα δεν προσφέρει κάποια νέα ματιά επί του υλικού επιρροής, οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε για κάτι που σπρώχνει το heavy metal μπροστά, όπως έκαναν οι δίσκοι που το έχουν στιγματίσει. Λειτουργεί όμως άψογα σαν μια σπίθα πάνω στον πυρσό της αναζωπύρωσης και διαιώνισης του λαμπερού παρελθόντος και έτσι προτείνεται ανεπιφύλακτα, ως μια αλάνθαστη ακτινογραφία της μεταλλικής αχρονικότητας, από οπαδούς για οπαδούς.
{youtube}oaAmq1MrVUA{/youtube}