Η ιστορία είναι γνωστή και χιλιοπαιγμένη: ανεξάρτητη (indie, ντε!) καλλιτέχνις, η οποία τράβηξε την προσοχή με το πρώτο –ωμό κι αυθόρμητο– άλμπουμ της, επιστρέφει με δεύτερο, πιο σένιο και επαγγελματικό, και με συμβόλαιο σε γνωστή δισκογραφική. Κερδίζοντας έτσι κι άλλους ακροατές, απογοητεύοντας, όμως, κάποιους από τον αρχικό πυρήνα.
Ο Ιστορικός της Lucy Dacus, βέβαια, δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται να συζητηθεί με όρους παρασκηνίου, αλλά καθαρά με βάση τις ιστορίες που περιέχει εντός του. Είναι μάλιστα τόσο ιδιοσυγκρασιακά και αληθινά τα όσα έχει να μας αφηγηθεί η Αμερικανίδα τραγουδοποιός, ώστε είναι αδύνατον κανείς να «σκοντάψει» σε (αστείες, ούτως ή άλλως) συζητήσεις περί «αυθεντικότητας» ή καθυπόταξης της δημιουργού στη νόρμα.
Η μόλις 22 Μαΐων Lucy Dacus αποδεικνύεται δυσανάλογα «διαβασμένη» για την ηλικία της κι είναι αυτό που προκαλεί τις πρώτες θετικές εντυπώσεις: ο λόγος της είναι καθαρός, έχει λεξιλόγιο και εκφραστικές μεθόδους· διαθέτει δηλαδή μια λογοτεχνική ικανότητα, η οποία δεν εκφέρεται όμως από την πλευρά του διανοούμενου ή του ουδέτερου παρατηρητή, αλλά μάλλον από το επίπεδο του πεζοδρομίου –με άμεση έκθεση των εμπειριών και του ψυχισμού της. Ο πρώτος στίχος του δίσκου («The first time I tasted somebody else’s spit, I had a coughing fit») σηματοδοτεί με το καλημέρα την «από μέσα» ματιά επί του ζην (αλλά και επί του αποθνήσκειν) που χρησιμοποιεί.
Όχι ότι ως μελωδός είναι καμιά δεύτερη τούτη η νεαρή από τη Βιρτζίνια. Και πιασάρικη καταφέρνει να γίνει –χωρίς μάλιστα να καταφεύγει σε προφανείς λύσεις– και ατμόσφαιρα ξέρει να στήνει, και αποφεύγει να πετσοκόβει τα νοήματα, βάζοντας τις προτάσεις στο κρεβάτι του Προκρούστη. Τα τραγούδια της προκύπτουν ιδιαίτερα πακτωμένα και συμπυκνωμένα, αλλά και αβίαστα, σαν να γεννήθηκαν εξαρχής σχηματισμένα. Και βρίσκουν ιδανική διέξοδο στην ξεχωριστή και κουλ φωνή της.
Αλλά αξιοθαύμαστη είναι και η λειτουργία του Historian ως σύνολο, ασχέτως αν μπορεί να ειδωθεί ως concept album ή όχι. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ περιέχει τραγούδια που πιάνουν ακόμα και τα 6 ή 7 λεπτά διάρκειας, ούτε στιγμή δεν σε κάνει να λοξοκοιτάς το skip. Ρεγουλάρεται δηλαδή πολύ καλά το ενδιαφέρον και η εστίαση της προσοχής, με ένα μαεστρικό παιχνίδι, στο οποίο επιστρατεύονται όλων των ειδών τα κόλπα: μελωδικά (προσέξτε τις έξοχες γραμμές στο “The Shell”, στο single “Addictions” ή στο “Next Of Kin”), ενορχηστρωτικά (πνευστά και έγχορδα έρχονται να προστεθούν στο βασικό κιθάρα/μπάσο/ντραμς σχήμα), εναλλαγών στις δυναμικές και στις διαθέσεις (ήχος που πότε τσινάει και πότε χαϊδεύει, μελαγχολία, αλλά και χιούμορ και αισιοδοξία) κ.ο.κ.
Ακόμα και στο σημερινό, πληθωριστικό σε σχέση με το παρελθόν τοπίο της γυναικείας τραγουδοποιίας, η Lucy Dacus έχει τα εφόδια να αφήσει το στίγμα της. Γιατί, ενώ μπορείς να τη δεις ως μέρος ενός κάδρου που περιλαμβάνει και σύγχρονές της μορφές (όπως η Courtney Barnett), αλλά και παλαιότερες (όπως η Liz Phair), δεν μπορείς ούτε για αστείο να την απορρίψεις ως ετερόφωτη προσωπικότητα. Αλλά και συνολικότερα να τη δεις, λαμβάνοντας υπόψη τις επιρροές από Davis Bowie, John Lennon ή και Bob Dylan ακόμα, η Dacus αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα καλλιτεχνικής οντότητας, απόλυτα προσγειωμένης στο δικό της «εδώ», στο δικό της «τώρα». Κι όχι στην τρέχουσα λογική του αστήριχτου hype και της θήρευσης εντυπώσεων μέσω παράπλευρων ή εντελώς εξωκαλλιτεχνικών στοιχείων.
«You don’t wanna be a creator/doesn’t mean you got nothing to say […] You don’t wanna be a leader/doesn’t mean you don’t know the way», λέει κάπου ένα στιχάκι. Έξοχο το μήνυμα, και μάλλον έχει εφαρμογή στην ίδια τη Lucy Dacus. Η οποία μοιάζει και πολλά να έχει να πει, αλλά και τον δρόμο της να έχει βρει.
{youtube}ab9aaiI7SkU{/youtube}