Ουτοπία: φανταστικός κόσμος ή κοινωνία, όπου όλα λειτουργούν αρμονικά και τέλεια.
Σύμφωνα με δηλώσεις της, η Björk δυσκολεύτηκε να βρει τίτλο για τον νέο της δίσκο και επέλεξε τον συγκεκριμένο μάλλον από διαίσθηση. Και όντως, το Utopia μοιάζει να έχει σχεδιαστεί ως ηχητική (και οπτική ενδεχομένως, αν βάλουμε στην εξίσωση και τα βίντεο που συνοδεύουν κάποια από τα κομμάτια του) υλοποίηση του «ιδανικού σύμπαντος» της Ισλανδής τραγουδοποιού.
Το 10ο αυτό άλμπουμ της Björk έρχεται 2 χρόνια μετά το Vulnicura, που κατέγραφε τη συναισθηματική κόλαση μέσα από την οποία πέρασε κατά τον χωρισμό της από τον Matthew Barney (ο Άγγελος Γεωργιόπουλος έγραψε καλά λόγια τότε κι εγώ τον εμπιστεύομαι, δείτε εδώ). Τώρα, μάς προσφέρει έναν δίσκο διαφορετικής διάθεσης, που μοιάζει να αποτελεί τον αντίθετο πόλο του Vulnicura: ευφορία στη θέση της θλίψης, αέρας αντί για χώμα. Ο παραγωγός Arca είναι και πάλι παρών αλλά φέρεται να είχε μεγαλύτερη εμπλοκή τούτη τη φορά, ως εκείνος που έσπρωξε τη Björk να εξερευνήσει περαιτέρω τη λογική που η ίδια είχε χρησιμοποιήσει για το “Batabid”, ένα b-side στο “Pagan Poetry”, πίσω στο 2001.
Ακούγοντας το Utopia, εύκολα μπορείς να το δεις ως συνέχεια όχι μόνο του Vulnicura, αλλά και της όλης πορείας της Björk. Εν ολίγοις, επιμένει η ανέμελη κίνηση των μελωδιών σε εκτός αναμενόμενων πλαισίων μονοπάτια, εμμένει η φωνητική ιδιοσυγκρασία ως επίκεντρο της προσοχής, παραμένει γενικά όλο αυτό το κλίμα που κάνει τη Björkland ένα τόσο αναγνωρίσιμο (πια) μέρος. Η θετική διάθεση στην οποία βρίσκεται τον καιρό αυτό η μουσικός και ερμηνεύτρια, απλώς κάνει το ακρόαμα πολύ πιο «ambient-ικό», πολύ πιο ομαλό και σε μεγάλο βαθμό απογυμνωμένο από «δυσάρεστες» (ή όποιες άλλες, εδώ που τα λέμε) εκπλήξεις.
Συμβαίνει συχνά στους ανθρώπους, όταν ερωτεύονται, να θέλουν να φύγουν απ’ τους άλλους και να αφοσιωθούν στο πρόσωπο του πόθου τους. Κάτι τέτοιο μάλλον συνέβη και στη Björk με το Utopia, αφού η Ισλανδή δημιουργός μοιάζει να αδιαφορεί για το ευρύτερο κοινό της, επικεντρωνόμενη πλέον στον εραστή/ιδανικό ακροατή της –ή στον εαυτό της και μόνο. Εν ολίγοις, παρότι λεπτεπίλεπτα υφασμένη και διεξοδικώς ρυμοτομημένη, η Ουτοπία της μοιάζει να φτιάχτηκε μόνο για εκείνη και το ταίρι της. Επικρατεί ένα σολιψιστικό όραμα, δηλαδή, λεπτομερειακά σμιλεμένο και υλοποιημένο, το οποίο όμως μπορείς να παρακολουθήσεις μόνο ευρισκόμενος απ' έξω· από θέση με πολύ καλή ορατότητα, αλλά με ελάχιστη δυνατότητα συμμετοχής.
Κάτι τέτοιο συμπεραίνεται κυρίως για το ηχητικό οικοδόμημα, το οποίο περνάει ως αρμολογημένο με μια αυστηρή, εσωτερική λογική: μια λογική φαινομενικά «ανοιχτή» στον εξωτερικό παρατηρητή, μα στην πραγματικότητα γερά κλειδαμπαρωμένη. Ο λόγος, από την άλλη, ενώ κρατά σταθερή την επαφή του με κοινώς κατανοητά ν(ο)ήματα, αδυνατεί κι αυτός να αποτελέσει αγκυροβόλι έτσι όπως τεμαχίζεται –σε ό,τι αφορά τον ρυθμό και την εκφορά του– σε λογιών λογιών και μεγεθών τμήματα. Καταλαβαίνεις μεν ότι εδώ η Björk ανακαλύπτει ξανά τον έρωτα και τα βάζει με τα τελευταία ξέφτια σκοταδιού που απομένουν από το πρόσφατο παρελθόν, όμως η όλη αφήγηση απλώς περνά από μπροστά σου, σαν αμαξοστοιχία άγνωστης προέλευσης και προορισμού.
Κάπως έτσι, απομένεις να παρακολουθείς επί 71+ λεπτά τη Björk να βολτάρει στον Παράδεισο, ανάμεσα σε άρπες, χορωδίες, φλάουτα, beats περασμένα από σιγαστήρα και πουλιά που κελαηδούν. Και στέκεις αποσβολωμένος, να τη φαντάζεσαι να περπατά πάνω στα σύννεφα, να χαίρεται την αναγέννησή της μέσα σε μια ηχητική έκσταση, μέσα σε μια νιρβάνα, σε βαθιά κατάνυξη.
Όμως εσύ δεν χωράς μέσα σε όλο αυτό. Είσαι απλώς ο σιωπηλός και άπραγος μάρτυρας της ευτυχίας κάποιου άλλου.
{youtube}RIGgn1s3AvI{/youtube}