Ο Archy Marshall είναι ένα παιδί της γενιάς του.
Είναι ένας οργισμένος, μελαγχολικός και ονειροπόλος νεαρός, που διατηρεί μία σχέση αγάπης/μίσους με τη μεγαλούπολη στην οποία ζει (το Λονδίνο), μπερδεύει τον ενθουσιασμό με τον έρωτα, έχει κάνει τα διδακτικά ξενύχτια του, διαβάζει ποίηση του Bukowski, βλέπει ταινίες του Lynch, «κουοτάρει» αποφθέγματα του Engels, ακούει από Fela Kuti μέχρι Lounge Lizzards, και με κάποιον τρόπο προσπαθεί όλα αυτά να τα ενσωματώσει στη μουσική του.
Είναι λοιπόν ένας ανήσυχος, ευρυμαθής νεανίας της ψηφιακής γνώσης, που ακόμη δεν είναι βέβαιος για το αν είμαστε το άθροισμα των αναμνήσεών μας ή θύματα των προσδοκιών μας για το μέλλον· αν είναι τόσο ξεχωριστός γιατί έτσι νιώθει ή επειδή απλώς έχει το Δυτικό προνόμιο της πρόσβασης στο ίντερνετ· αν η μουσική του είναι πράγματι προϊόν της ψυχοσύνθεσής του ή ένας αχανής χάρτης αναφορών, που ουρλιάζει απεγνωσμένα για προσοχή. Είναι ένα σύγχρονο δίπολο, το οποίο κι ακροβατεί πάνω στο βάρος της ύπαρξής του.
Το The Ooz είναι ο 2ος δίσκος του ως King Krule και τον βρίσκει πιο φιλόδοξο από ποτέ. Το άλμπουμ είναι ένα περιπετειώδες, απολαυστικό, απαιτητικό και πολλές φορές κουραστικό ταξίδι στο υποσυνείδητό του, μέσα από ένα (ειρωνικά) stream of consiousness μονοπάτι, το οποίο οδηγεί τόσο σε αποπνικτικά αδιέξοδα, όσο και σε συναρπαστικές συνειδητοποιήσεις για το τι μας κάνει ανθρώπους με συναισθήματα στο πληθωρικό χάος του 2017.
Βγάζει νόημα σε εκείνες τις ελαφρώς μεθυσμένες επιστροφές στο σπίτι λίγο πριν το ξημέρωμα, όταν η σκέψη ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στην απόλυτη διαύγεια και στην αυτοκαταστροφική θολούρα, και η πόλη –όντας άδεια– μοιάζει με παιδότοπο ελπίδας και ονείρων, όσο και με ένα νεκροταφείο χαμένων ευκαιριών και εφηβικών φαντασιώσεων. Είναι το μοναδικό στιγμιότυπο στη ζωή ενός ακόμη υπερσυναισθηματικού, millenial παιδιού, που χαζεύει τα φώτα της πόλης από το ψηλότερο σημείο της, λίγο πριν αυτή συνεχίσει να υπάρχει, αδιαφορώντας για την ύπαρξή του.
Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο τον Marshall, ο τίτλος του άλμπουμ λειτουργεί μεταφορικά: το Ooz αναφέρεται στα υγρά που χύνουμε –τα κάτουρα, τα σκατά, τις μύξες και το σπέρμα· όλα όσα εκρέουμε υποσυνείδητα, διώχνοντας, μαζί τους, και μέρη του εαυτού μας. Η εφαρμογή που βρίσκει αυτή η ευφυής αναλογία στη σύγχρονη καθημερινότητα είναι υπόγεια (αλλά και προφανής) και μεταφέρεται με παρόμοιο τρόπο στο ηχητικό σκέλος.
Ενώ δηλαδή το Ooz κρατάει πάνω από 1 ώρα και διαθέτει τον εντυπωσιακό αριθμό των 19 τραγουδιών, μόνο ελάχιστα από αυτά λειτουργούν αυτόνομα: τα περισσότερα μοιάζουν με υποψίες ιδεών που θα μπορούσαν να γίνουν κομμάτια, παρά με ολοκληρωμένες συνθέσεις. Εδώ, λοιπόν, σημασία δεν έχουν τόσο οι μελωδίες και η ύπαρξη συμβατικών «τραγουδιών», όσο η ατμόσφαιρα, η οποία άλλοτε είναι πυκνή και ομιχλώδης και άλλοτε αραιή και ανάλαφρη. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια δουλειά που λειτουργεί καλύτερα όταν ακούγεται ολόκληρη χωρίς να πατιέται skip, εγχείρημα που στην εποχή των υπηρεσιών streaming φαντάζει με αποστολή αυτοκτονίας.
Τα τραγούδια που μπορούν να σταθούν μοναχά τους, προέρχονται από τον ίδιο μουσικό τόπο. Ο λόγος για τα “Dum Surfer”, “Emergency Blimp”, “Vidual” και “Half Man - Half Shark”, που αποτελούν άνθη της αγάπης του Marshall για το post-punk, το garage rock των 1960s και το rockabilly. Αλλού συναντάμε gentrification blues α-λα-Dirty Beaches (“Slush Puppy”), αλλού post-soul ποίηση του άστεως στη λογική του James Blake (“Czech One”), αλλού dub-jazz από το μέλλον (“Cadet Limbo”).
Το συγκολλητικό υλικό όλων αυτών των ετερόκλητων στοιχείων είναι το ζωηρό lo-fi φόντο, όπως και εκείνη η αίσθηση του αβίαστου με την οποία κυλάει ο δίσκος, χαρίζοντάς του μία σκοτεινή, lounge αισθητική. Τα ζεστά πλήκτρα, το απαλό σαξόφωνο και οι ανέμελες κιθάρες συμβάλλουν στο πλάσιμο της χαλαρής συνθήκης, λειτουργώντας ως η πλέον κατάλληλη πλατφόρμα ώστε ο Marshall να αφηγηθεί τραγουδιστά τις ιστορίες του για κορίτσια που δεν άντεξαν την κατάθλιψή του –π.χ. το “Midnight 01 (Deep Sea Diver)”– για το ανθρώπινο στοιχείο που χάνουμε κάθε δευτερόλεπτο στο οποίο ενηλικιωνόμαστε ("The Locomotive"), για τη μοναξιά στην εποχή της ψεύτικης, ανεμπόδιστης επικοινωνίας (“Bermondsey Bossom (Right)”), για τον ρομαντισμό που εγείρει το φεγγάρι (“La Lune”) και για τις μητροπόλεις που, την ίδια στιγμή, αποτελούν παράδεισο μα και παράσιτα στη ζωή μας (“Bermondsey Bossom (Left)”).
Παρ' όλη την εξαντλητική του διάρκεια, εν τέλει το The Ooz λειτουργεί: στις καλύτερες του στιγμές σε βυθίζει στον συναισθηματικό βούρκο και σε ανυψώνει στην κρυστάλλινη διαύγεια των σκέψεων του Marshall, ενώ σε όλες τις ενδιάμεσες επιτυγχάνει να διατηρήσει το momentum του αλώβητο. Η πραγματική κορύφωση, όμως, έρχεται με το υπομονετικό, μινόρε χτίσιμο του ομότιτλου τραγουδιού, αφού πίσω από τον μισάνθρωπο και νιχιλιστή εαυτό του Βρετανού κρύβεται ένας αθεράπευτα ρομαντικός, ο οποίος φωνάζει για βοήθεια από τις ταράτσες και τα υπόγεια της πόλης («Ιs anybody out there?»).
Δεν είμαι βέβαιος αν έχει πάρει ακόμη την απάντηση που αναζητά, αλλά σίγουρα με το άλμπουμ αυτό δίνει τη δική του: είναι ένας χαρισματικός μουσικός, ικανός για αριστουργήματα. Προς το παρόν, αναλώνεται δικαιολογημένα στο μεγάλο του Εγώ.
{youtube}K5-f1Bnltu8{/youtube}