Οι δίδυμοι Stack και Smoke επιστρέφουν στο δέλτα του Μισισιπή το 1930, μετά από μια πολυετή «καριέρα» ως gangsters στο Chicago δίπλα στον Al Capone. Σκοπός τους είναι ένα  νέο ξεκίνημα και η δημιουργία ενός blues club αποκλειστικά για τη μαύρη κοινότητα της περιοχής. Ωστόσο, η επιστροφή αυτή φέρνει στην επιφάνεια παλιά τραύματα, προσωπικές και συλλογικές αμαρτίες, αλλά και μια απρόβλεπτη, απόκοσμη απειλή.

O Ryan Coogler εδραιώνει ακόμη πιο εμφατικά τη θέση του ανάμεσα στους πιο ενδιαφέροντες Αφρό-Αμερικανούς σκηνοθέτες της νέας γενιάς, με μια ταινία - φυσική εξέλιξη της μέχρι τώρα πορείας του στο Hollywood, μιας πορείας δηλαδή που ακροβατεί διαρκώς μεταξύ της indie ανεξάρτητης σκηνής και του μεγάλου, λαϊκού θεάματος – με κοινό γνώμονα την ανάδειξη του ιστορικο-κοινωνικού πλαισίου της προκατάληψης και του συστημικού ρατσισμού που βιώνει για δεκαετίες η μαύρη κοινότητα στις ΗΠΑ: το 2003, το ανεξάρτητο διαμάντι Fruitvale Station κάνει πάταγο σε διάφορα μικρά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, με αποκορύφωμα το «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στις Κάννες της ίδιας χρονιάς. Εν συνεχεία, κατά την παράδοση που θέλει τους νέους και ελπιδοφόρους σκηνοθέτες της μίας (ανεξάρτητης) επιτυχίας να «μισθώνονται» από το Hollywood για ένα blockbuster της σειράς, ο Coogler δεν (συν)υπέγραψε και σκηνοθέτησε απλά την καλύτερη ταινία της σειράς Rocky (μετά το πρωτότυπο έργο του 1977), αλλά έφτιαξε με το Creed και ένα σύγχρονο pop icon για την μαύρη κοινότητα, με τις ευλογίες του ανθρώπου που ταύτισε την καριέρα του όσο ελάχιστοι με το (κινηματογραφικό και μη) Αμερικάνικο όνειρο. Αν και οι 2 επόμενες του αναθέσεις από την Marvel έριξαν αρκετό «νερό στο κρασί» του Coogler και δεν ξέφυγαν απόλυτα από τις συμβάσεις του είδους, τα Black Panther και Black Panther: Wakanda For Ever αφενός μεν έσπασαν ταμεία, αφετέρου δε προτάθηκαν για πολλά Oscars - με το Black Panther να γίνεται η πρώτη υπερηρωική ταινία που προτείνεται για Oscar Καλύτερης  Ταινίας. Πάνω από όλα όμως, έδωσαν στην ευρύτερη Αφρό - Αμερικάνικη κινηματογραφική pop κουλτούρα του 21ου αιώνα έναν σύγχρονο Shaft, ως τον νέο της απόλυτο ήρωα.

Με το Sinners, ο Coogler πάει ένα βήμα παραπάνω την εμπειρία του από τα blockbusters της Marvel και δημιουργεί ένα πρωτότυπο, αρκετά τολμηρό και πολύ-επίπεδο κινηματογραφικό American gothic μανιφέστο υπερφυσικού τρόμου, εμποτισμένο με τις κοινωνικές του ανησυχίες πάνω στο ζήτημα της φυλετικής ταυτότητας στη σύγχρονη Αμερική - εισάγοντας στην «εξίσωση» μια απροσδόκητη μεταβλητή: τη μουσική, ως μια (εννοιολογική) διαχρονική πολιτισμική κληρονομιά, που καθορίζει (ποικιλοτρόπως) και παράλληλα συνάδει απόλυτα με τη μοίρα των απανταχού καταπιεσμένων και αδικημένων ανά την υφήλιο.

Ο βαμπιρικός μύθος επαναπροσδιορίζεται μέσω αυτής της μεταβλητής, φρεσκάρεται επαρκώς και η ταινία αποκτά μια άγρια ομορφιά καθώς ενώνει σιγά σιγά τα κομμάτια του πάζλ της στο δεύτερο μισό, όπου και η μεγάλη εικόνα γίνεται πιο ευδιάκριτη: τα βαμπίρ Ιρλανδικής καταγωγής, που εμφανίζονται σταδιακά και παίρνουν τη θέση του αέναου κινδύνου της ΚΚΚ ως οι βασικοί ανταγωνιστές της ταινίας, είναι χαρακτήρες στιγματισμένοι από μια δική τους ιστορία τραύματος – την πείνα, την αποδημία, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Αυτή η ιστορία συνδέεται έντονα με τις αφηγήσεις των Αφρό-Αμερικανών. Oι δύο παραδόσεις (αν και εκ πρώτης όψεως ασύμβατες στον πυρήνα τους) βρίσκουν κοινό έδαφος στην εμπειρία της περιθωριοποίησης.

Οι Ιρλανδοί βρικόλακες, αθάνατοι και καταδικασμένοι να «τρέφονται» για να επιβιώσουν, λειτουργούν σε ένα μεταφορικό επίπεδο ως εκπρόσωποι των διαφόρων συστημάτων εξουσίας, που αναπαράγουν τη βία μέσα από την ανάγκη να διατηρήσουν τον έλεγχο. Όμως, επειδή προέρχονται από μια πολιτισμική μήτρα που κι αυτή υπήρξε θύμα της Ιστορίας, η παρουσία τους εγείρει ένα καίριο ερώτημα: πόσο εύκολα μπορούν οι πρώην καταπιεσμένοι να γίνουν καταπιεστές; Παράλληλα φέρουν μαζί τους τη δική τους μουσική κληρονομιά: θρηνητικά τραγούδια, παραδοσιακές μελωδίες και μυθολογικά μοτίβα. Σε μια από τις σκηνές ανθολογίας της ταινίας (υπάρχουν τουλάχιστον 2 σκηνές που θα χαραχτούν ανεξίτηλες στην κινηματογραφική pop κουλτούρα του 2025) η σύγκρουση δεν εκφράζεται μέσω μιας απλής σωματικής αψιμαχίας, αλλά μέσω μιας μονομαχίας τραγουδιών, όπου οι δύο πολιτισμοί καταθέτουν κυριολεκτικά σχεδόν την ψυχή τους. Εκεί, το τραγούδι γίνεται φορέας της μνήμης, όχι όπλο.

Από την άλλη πλευρά, οι Αφρό-Αμερικανοί χαρακτήρες βρίσκουν μέσα στη μουσική τους παράδοση μια μορφή πνευματικής λύτρωσης, μια σύνδεση με το παρελθόν αλλά και μια δύναμη αντίστασης απέναντι στο καθεστώς τρόμου που επιβάλλουν οι «διώκτες» τους. Η φωνή, το σώμα που τραγουδά, γίνεται πράξη αντίστασης -το τραγούδι γίνεται επιβίωση.

Εν τέλει ο πόνος δεν είναι κάποιο αποκλειστικό προνόμιο, αλλά η χρήση αυτού του πόνου για την καταπίεση του άλλου είναι επιλογή - και άρα ενοχή. Η απώλεια της μουσικής ισοδυναμεί με την απώλεια της ανθρωπιάς και η σύνδεση των διαφορετικών μουσικών παραδόσεων λειτουργεί ως μια προσπάθεια πολιτισμικής συμφιλίωσης, όχι μέσα από την ισοπέδωση των πολιτισμικών διαφορών, αλλά μέσα από την αναγνώριση της ιστορικής βαρύτητας και των δύο διαφορετικών φωνών.

Οι παραπάνω βέβαια ιδέες είναι απλά ένα μέρος ενός… κάπως ανοικονόμητου σεναρίου, το οποίο σταδιακά «πνίγεται» μέσα στην ίδια του τη φιλοδοξία: Το μπόλιασμα της ιστορίας με πολλές επιμέρους θεματικές σημαίνουσας βαρύτητας, με αρκετούς δευτερεύοντες (και όχι τόσο ενδιαφέροντες) χαρακτήρες και με -μοιραία- αρκετό «λίπος» στη σάρκα της, κάπως «φρενάρει» το κεντρικό concept και αφήνει κάποιους βασικούς θεματικούς προβληματισμούς της ταινίας μετέωρους (ίσως και αμφίσημους για μια μερίδα θεατών). Εδώ έγκειται και το μεγαλύτερο «πρόβλημα» του Sinners, η πληθώρα δηλαδή ιδεών που τρέχουν ανεξέλεγκτες μέσα στην πλοκή, στερώντας από το τελικό αποτέλεσμα τη δυνατότητα να γίνει ένα πιο συνεκτικό υβρίδιο μεταφυσικού τρόμου με ισχυρά ψήγματα κοινωνικού προβληματισμού.

Παρά όμως τις σεναριακές ατασθαλίες και τις όποιες εσκεμμένες συμβάσεις που επιτρέπουν στην ταινία να «προσγειωθεί» εξίσου καλά και σε ένα multiplex σινεμά, το Sinners είναι το είδος του blockbuster που σήμερα σπανίζει. Οι b movie «ραφές» του είναι ευδιάκριτες και τιμούν τις επιρροές του (From Dusk till Dawn, Near Dark, The Thing κτλ) με το να εξελίσσουν την κινηματογραφική τους κληρονομιά και όχι να κοιτάνε προς τα πίσω, ο διπλός Michael B. Jordan (ηθοποιός – φετίχ του Coogler) είναι στιβαρός, μετρημένος και ως συνήθως γράφει καλά στη μεγάλη οθόνη, οι Jack O’ Connell και Hailee Steinfeld κλέβουν την παράσταση και πάνω από όλα (ίσως και από την ίδια την ταινία) ο δις Οσκαρικός Ludwig Göransson (και μόνιμος συνεργάτης του Coogler και, εσχάτως, του Christopher Nolan) γράφει το soundtrack της χρονιάς και βάζει ήδη πλώρη για το τρίτο του χρυσό αγαλματίδιο στην απονομή του 2026.

Το Sinners είναι από εκείνες τις ταινίες που χρειάζεται το σημερινό μαζικό σινεμά λαϊκής κατανάλωσης: έχει όραμα, έχει ιδέες, τολμάει ποικιλοτρόπως και δεν στερείται σπουδαίας εικονογραφίας και τεχνικής αρτιότητας. Μπορεί να ζορίζεται να συμμαζέψει τον ίδιο του τον εαυτό ανά (αρκετές) στιγμές, όμως είναι από εκείνα τα έργα που μπορούν να κάνουν ακόμα και τον πιο απαισιόδοξο να πιστέψει σε ένα κινηματογραφικό μέλλον μακριά από franchises, prequels, reboots και spin-offs – σε ένα εμπορικό σινεμά με προσωπική ταυτότητα και φρέσκιες, πρωτότυπες ιδέες, που πατάνε στο παρελθόν για να κοιτάξουν το παρόν και να κατακτήσουν το μέλλον

.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured