Θέτοντάς το ευγενικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Benjamin Clementine μάς προέκυψε λιγάκι ...παλαβιάρης!
Κι αν στο ντεμπούτο At Least For Now (2015), με το οποίο κέρδισε και το βραβείο Mercury, η παλαβομάρα έμοιαζε καλά χαλιναγωγημένη και ενταγμένη σε μια πιανιστική μπαλάντα που έφτασε να διεκδικεί έως και γενναίες δόσεις ραδιοφωνικού χρόνου, στο 2ο άλμπουμ εμφανίζεται πια σε όλο της το μεγαλείο, χειραφετημένη και ατίθαση. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, ώστε η εταιρεία του σχεδόν χρειάστηκε να εκβιαστεί για να το κυκλοφορήσει.
Μοιάζει όντως αυτοκτονική κίνηση, εμπορικά μιλώντας, να διασχίζεις μια τόσο μεγάλη απόσταση προς την πλέον απίθανη (φαινομενικά) κατεύθυνση, τη στιγμή που έχεις τα μάτια του μουσικόφιλου κόσμου στραμμένα πάνω σου. Αλλά αυτό ακριβώς επέλεξε να κάνει ο Clementine στο I Tell A Fly και είναι προς τιμήν του. Αφήνοντας για λίγο την αξία του αποτελέσματος της προσπάθειάς του στην άκρη, θέλει μεγάλα κότσια για να προχωρήσει κανείς σε τέτοια ρήξη με το κοινό περί μουσικής αίσθημα, τόσο νωρίς στην καλλιτεχνική του πορεία. Ντι πουέν λοιπόν στον Βρετανό, για αρχή.
Φυσικά, δεν είναι όλες οι «αριστερές» στροφές ίδιες –τα πάντα κρίνονται από το αποτέλεσμα. Και το I Tell A Fly ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σχοινί: εύκολα θα μπορούσε η όλη λογική και στρατηγική του να ανατραπεί και να ξαπλωθεί φαρδιά-πλατιά, χαρακτηριζόμενη ως δήθεν ή με το στανιό εστετίστικη. Όμως ο Clementine καταφέρνει τελικά να αρμολογήσει έναν concept δίσκο με θέμα τον έρωτα δύο μυγών (έβηξε κανείς;), του οποίου τα 11 tracks ζουζουνίζουν από 'δω κι από 'κει, σχηματίζοντας μια παράλληλη αφήγηση, η οποία έχει να κάνει τόσο με την προσφυγιά, τον πόλεμο, τον εθνικισμό, το bullying, όσο και με ένα γενικότερο πλαίσιο, που αφορά τον «Νέο Γενναίο Κόσμο». Σχηματίζοντας έτσι ένα σύνολο τραγουδιών που ουσιαστικά εκκινούν από την ίδια τη νομαδική ύπαρξη και ιστορία του δημιουργού τους.
Εδώ που τα λέμε, αν δεν ήμασταν λίγο-πολύ εγκλωβισμένοι σε τούτη την κινούμενη άμμο της κομφορμιστικής και ρετρολάγνας (στο μεγαλύτερο μέρος της) Δυτικής λαϊκής κουλτούρας, θα μπορούσαμε ευκολότερα να δούμε το I Tell A Fly ως φυσική συνέχεια του προκατόχου του και όχι ως ουρανοκατέβατη λοξοδρόμηση. Γιατί, μήπως δεν χτίζει εδώ ο Clementine επί των καλά διαπιστωμένων από το At Least For Now επιρροών του; Κι ο Debussy, κι ο Satie είναι εδώ, όπως και η Nina Simone και ο Rufus Wainwright. Απλώς τώρα τοποθετούνται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο χωράει και τη θεατρικότητα της Kate Bush, την αβανγκαρντίστικη λογική του Frank Zappa και του John Lennon, ολίγη από David Bowie της Blackstar απόχρωσης, καθώς και μια χρωματική παλέτα η οποία δανείζεται τόσο από την εποχή του rococo, όσο και από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά.
Είναι λοιπόν ο τρόπος με τον οποίον έρχονται και συναντιούνται όλα τα παραπάνω (κι άλλα πολλά ακόμα) εντός του άλμπουμ, που το κανει τελικά τόσο ενδιαφέρον και συναρπαστικό. Ακούγοντάς το νιώθεις σαν να έχεις βρεθεί εντός της συμπαντικής σούπας, στα πρώτα χρόνια μετά το Big Bang: εκτυφλωτικής λάμψης ιδέες περνάνε απ' τα αφτιά σου, απλώς για να εξαφανιστούν την επόμενη στιγμή, υπερκόσμιες φωνές σε ευλογούν εν χορώ, για να σε λοιδορήσουν αμέσως μετά, καταιγιστικοί ρυθμοί σαρώνουν τα πάντα για ώρα, πριν εξαϋλωθούν εντελώς ξαφνικά, θραύσματα λόγου παίζουν με τις προσδοκίες σου αποκαλύπτοντας νοηματικές οδούς, τις οποίες μπαζώνουν βιαστικά εντός ολίγου. Είναι ένα ακατάπαυστο παιχνίδι με τις εναλλαγές συναισθημάτων και διαθέσεων που διέπει τούτο το έργο, με τρόπο που όχι μόνο αντικατοπτρίζει και σχολιάζει τη σύγχρονη έξη μας στο τσαλαβούτημα, αλλά και την παλινδρόμηση μεταξύ ελπίδας και τρόμου του σημερινού ανθρώπου-πρόσφυγα, στο ταξίδι του για μια ανύπαρκτη(;) Γη της Επαγγελίας.
«An alien of extraordinary abilities». Αυτή η φράση-χαρακτηρισμός, σημειωμένη σε κάποιο έγγραφο κατά τη διαδικασία χορήγησης αμερικανικής βίζας στον Clementine, φέρεται ως η γεννεσιουργός έμπευση του υπό εξέταση δίσκου. Μια χαρά μου φαίνεται και ως σύνοψη τούτου του κειμένου.
{youtube}3m5PuSmOZYo{/youtube}