Εκεί γύρω στα 30, η Amalie Bruun έκανε στην άκρη τους Pains Of Being Pure At Heart, τον Ariel Pink και τους λοιπούς indie ήρωές της, διέλυσε τους πάλαι ποτέ Pitchfork darlings Ex Cops, εγκατέλειψε την εναλλακτική σκηνή της Δανίας και αναβαπτίστηκε στην κολυμπήθρα των Ulver, ξεπροβάλλοντας ως Myrkur.
Θα μπορούσε να είναι τυπική ιστορία κρίσης των πρώτων -άντα, απλά με καλλιτεχνικό φόντο. Αλλά σε μουσικές εποχές χωρίς σύνορα, όπου η alt-οτιδήποτε αισθητική μπορεί να εγκολπώσει τα πάντα και αγόρια σαν τους Deafheaven νιώθουν άνετα να παριστάνουν τους μεταλλάδες, η Myrkur έγινε φαινόμενο, πυροδοτώντας παθιασμένες διαφωνίες εντός μιας black metal κοινότητας που έχει πια εδώ και χρόνια συμφιλιωθεί με την ιδέα της διεύρυνσης. Κάποιοι λοιπόν απέρριψαν μετά βδελυγμίας αυτήν τη «Lana Del Rey του black metal», άλλοι όμως αγκάλιασαν το ντεμπούτο της M (2015), θαυμάζοντας την ισορροπία ακριβείας που επέδειξε μεταξύ των folk αναζητήσεων της Kari Rueslåtten κι ενός τιθασευμένου μαυρομεταλλικού στυλ, ευλογημένου τόσο από τον Kristoffer Rygg των Ulver, όσο και από τον Teloch των Mayhem. Ακόμα πάντως και για εκείνους, το αν υπήρχε μέλλον στο «φαινόμενο Myrkur» ήταν ερώτημα ανοιχτό.
Δύο χρόνια μετά, το Mareridt αποπειράται να δώσει την απάντηση με σύμμαχο τον Randall Dunn των Masters Musicians Of Bukkake, ο οποίος (ως παραγωγός) αναλαμβάνει να περάσει τη Myrkur από το ρευστό σύνορο που χωρίζει την επικράτεια των Wolves In The Throne Room από αυτήν της Marissa Nadler –νερά που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά. Και εν πολλοίς το κατορθώνει, παρά τα σκαμπανεβάσματα του συνόλου και την απουσία του ατού της έκπληξης που διέθετε το Μ.
Η επιτυχία του Mareridt έγκειται στην πλήρη αδιαφορία του για το αν η Myrkur ανήκει ή όχι στο metal και στη σοφή απόφαση να αρθρωθεί πάνω στη χαρισματική φωνή της Δανέζας τραγουδίστριας και πάνω σε έναν folk ήχο διευρυμένο με σύγχρονα στοιχεία, όπου το black metal δεν είναι παρά μία μόνο συμμετέχουσα συνισταμένη, ανάμεσα στους απόηχους της κληρονομιάς των Dead Can Dance, στις λόγιες αναφορές των χορωδιακών και στη ρουστίκ αίσθηση από τα kulning καλέσματα των βοσκών του Βορρά προς τα κοπάδια τους. Μάλιστα, στο "Crown" η Myrkur φαίνεται να το διασκεδάζει και με όσους την αποκαλούν «Lana Del Rey του black metal», φτιάχνοντας ένα τραγούδι που κάλλιστα μπορούσε να βρίσκεται σε δίσκο της Αμερικανίδας σταρ.
Κάπως έτσι, η Myrkur φτάνει κοντά στις σημερινές αναζητήσεις της Chelsea Wolfe (διόλου τυχαία η συμμετοχή της τελευταίας στο "Funeral" και στο "Kvindelil"), ακολουθώντας όμως ένα διαφορετικό «σκοτεινό» μονοπάτι, με έντονη σφραγίδα από τις παραδόσεις της Σκανδιναβίας. Η οποία τοποθετείται μάλιστα σε πρώτο πλάνο, είτε με όσους στίχους τραγουδιούνται σε δανέζικα, σουηδικά και ισλανδικά, είτε με τη χρήση της παραδοσιακής nyckelharpa και με τις μάντολες που ακούμε εδώ κι εκεί.
Το τραγούδι που τα συμπυκνώνει όλα πολύ πετυχημένα και διαθέτει και μια επιμεταλλωμένη χροιά, είναι οπωσδήποτε το "Ulvinde": ένα συναρπαστικό κάλεσμα (σε άπταιστα δανέζικα) για την καταστροφή του Κακού με τα ίδια του τα όπλα, το οποίο δεν μοιάζει με τίποτα απ' όσα μπορείτε να βρείτε στη χλιδανή ποικιλία μουσικής της εποχής μας. Κανένα στιγμιότυπο του Mareridt δεν το φτάνει σε ποιότητα, αν και υπάρχουν κι άλλα ωραία κομμάτια ("Måneblôt", "Gladiatrix", "The Serpent") μέσα σε μια ροή γενικά ικανοποιητική, που όμως κάποιες φορές χάνεται σε επαναλήψεις –το φινάλε για παράδειγμα της κανονικής έκδοσης του δίσκου δείχνει απογοητευτικά στοιχειώδες, οπότε προτείνεται η deluxe εκδοχή, με τις 16 συνολικά επιλογές.
To Mareridt δεν είναι Μ, αλλά πρόκειται για άλμπουμ καθοριστικό για τον αυτόνομο τρόπο με τον οποίον επιθυμεί να σταθεί στα πράγματα της εποχής μας η Myrkur. Επίσης, είναι ακόμα ένα πειστήριο ότι την πιο διαφορετική μουσική αυτών των καιρών δεν την πιάνει εύκολα το ραντάρ των μέσων που διαμορφώνουν τις Metacritic τάσεις, καθώς αυτή η σχετική εν τέλει πολυφωνία βασίζεται σε πηγές με λίγο-πολύ κοινές αισθητικές αναζητήσεις, ενδιαφερόμενες για συγκεκριμένους μόνο τομείς της ευρύτερης ποπ/ροκ έκφρασης του 21ου αιώνα.
{youtube}M9cNZQIzShc{/youtube}