Ακόμη μου φαίνεται απίστευτο πως, κάθε φορά που πατάω play σε έναν δίσκο ενός project με το όνομα Destroyer, δεν ακούω αχαλίνωτες thrash metal κιθάρες, επικά τύμπανα και βίαια ουρλιαχτά.
Κατά τ' άλλα, έχω σταματήσει να εκπλήσσομαι από τη μουσική ευφυΐα και την καλλιτεχνική συνέπεια του Dan Bejar, του ανθρώπου πίσω από τους Destroyer, αλλά και βασικού μέλους των Καναδών indie darlings New Pornographers. Ο οποίος, για τον νέο, 12ο(!) δίσκο του με τίτλο Ken (προέρχεται από την ομότιτλη, αρχική ονομασία της μπαλάντας “Τhe Wild Ones” των Suede), εγκαταλείπει την επίδειξη υψηλής αισθητικής και τεχνικής αρτιότητας της προηγούμενης προσπάθειάς του Poison Season (2015) για να επιστρέψει στην 1980s προσέγγιση του αριστουργήματός του Kaputt (2011), ανανεωμένη από την εφηβική του αγάπη για τη μετά post-punk και pro-shoeagaze κιθαριστική σκηνή της Βρετανίας. Στην τελική σούμα, όμως, μοιάζει ως η πιο μέτρια κυκλοφορία του γι' αυτήν τη δεκαετία.
Η πρώτη από τις παραπάνω συνιστώσες διαχέεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του δίσκου, και ειδικά σε στιγμές όπως το single “Tinseltown Swimming In Blood” και το “Ivory Coast” χτυπάει κόκκινο, με τη διαφορά όμως πως απουσιάζει αυτή η lounge/jazzy ατμόσφαιρα του Kaputt, χάριν ενός ήχου που πηγάζει από τους New Order και τους Cure, εποχών "Temptation '87" (1987) και Disintegration (1989), αντίστοιχα. Το δεύτερο συστατικό της συνταγής εντοπίζεται ευδιάκριτα στα “In The Morning”, “Cover From The Sun” και “Stay Lost”, τραγούδια που ακούγονται σαν να προέρχονται από τις τελευταίες μπάντες της Factory (όπως τους Northside) και από τις πρώτες του shoegaze ρεύματος –όπως τους My Bloody Valentine στα πρώιμα singles τους.
Παρ’ όλα αυτά, τα προβληματάκια του Ken δεν μπορούν να κρυφτούν μετά από δυο-τρεις αναγνωριστικές ακροάσεις. Στη μέση, ο δίσκος κάνει μία φοβερή κοιλιά: τα “A Light Travels Down The Catwalk” και “Rome” είναι δύο πολύ μέτρια κομμάτια τα οποία φλερτάρουν με το κιτς, ενώ το παλιομοδίτικο, κιθαριστικό σόλο στο “La Regle De Jeu” είναι το ηχητικό ισοδύναμο ενός τύπου που κάνει air-guitar με κλειστά τα μάτια και νομίζει πως όλοι τον θαυμάζουν, ενώ δεν έχει μείνει κανείς στην pub να τον παρακολουθεί. Η βασική δυσλειτουργία συνοψίζεται στην αίσθηση πως το άλμπουμ δεν εμπεριέχει τόσο νέες ιδέες, όσο κυρίως αναμασήματα όλων εκείνων των εμμονών που μονοπωλούν το μυαλό του Dan Bejar και έχουν αρχίσει να γίνονται προβλέψιμες.
Μπορεί έτσι το Ken να εμπεριέχει μερικούς από τους πιο καυστικούς στίχους του Καναδού για τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής μας –τα εναρκτήρια λόγια στο “Sometimes In The World” π.χ., είναι σκέτος θησαυρός («I can’t pay for this, all I’ve got is money»)– αλλά ένας ακροατής που δεν βασίζει το αισθητήριό του αποκλειστικά σε αυτήν τη μάστιγα που λέγεται Metacritic, ίσως και να νιώσει πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε δα και με κανάν σπουδαίο δίσκο. Πάντως, είναι μόνο ένα βήμα πίσω για τον Dan Bejar, έπειτα από τα τόσα άλματα μπροστά που έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια. Η οπτική του θα συνεχίσει λοιπόν να ενδιαφέρει, ακόμη και αν οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις έχουν αρχίσει να διαφαίνονται.
{youtube}h-N6jfO5NOQ{/youtube}