Με την πορεία της δράσης του μέσα από τους Queens Of The Stone Age να χαρακτηρίζεται εξ αρχής από ένα παιχνίδι με τις αντιθέσεις αλλά και με τις προσδοκίες του κοινού του, έμοιαζε μάλλον αναπόφευκτο για τον Josh Homme να αποπειραθεί κάποτε να φτιάξει και έναν «χορευτικό» δίσκο. Αν και, ο συγκεκριμένος τρόπος θεώρησης των πραγμάτων μάλλον αδικεί την αποφασιστικότητα του γκρουπ να πραγματοποιήσει όντως τη συγκεκριμένη κίνηση –προς ερεθισμό των απανταχού καθαρολόγων ροκάδων.
Αν βέβαια κατέχεις τη θέση που απολαμβάνει ο Homme στα σαλόνια του σημερινού ροκ κόσμου, η επιλογή του Mark Ronson για την καρέκλα του παραγωγού μοιάζει επίσης προφανής. Είναι μάλιστα τέτοια η εμπιστοσύνη που του δείχνει η μπάντα, ώστε αυτός γίνεται ο πρώτος παραγωγός που αποκτά αποκλειστικό credit σε δίσκο των Queens Of The Stone Age –ενώ πάντα έβαζε το χεράκι του και ο Homme στην όλη υπόθεση. Αυτή η «μοναξιά» στο control room έρχεται να κουμπώσει με μια εξίσου διαφορετική αντιμετώπιση στο ίδιο το στούντιο: η μπάντα αποφεύγει εδώ εκείνο που αποτέλεσε σταθερά της δισκογραφίας της, τη συμμετοχή δηλαδή διάσημων καλεσμένων, και επικεντρώνεται αδιατάραχτα στην εσωτερική της χημεία. Homme (φωνή, κιθάρα), Troy Van Leeuwen (κιθάρα, πλήκτρα, φωνητικά), Dean Fertita (πλήκτρα, κιθάρα, φωνητικά), Michael Shuman (μπάσο, φωνή) & Jon Theodore (τύμπανα), συν κάποιοι «άσημοι» εκτελεστές εδώ κι εκεί, είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για το τι ακούγεται στο Villains.
Αλλά το πώς ακούγονται τα 9 νέα τραγούδια της μπάντας, φέρει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Ronson· και είναι μάλιστα ο παράγοντας που προκαλεί τη μεγαλύτερη έκπληξη. Μπορεί η μασίφ αισθητική, η κιθαροκεντρική λογική και το παιχνίδι στον τομέα των φωνητικών να παραμένουν ως αναγνωρίσιμα στοιχεία των Queens Of The Stone Age, όμως όλα περνούν τώρα μέσα από το καλειδοσκοπικό φίλτρο του διάσημου παραγωγού. Το προκύπτον χαρμάνι ισορροπεί τελικά στην ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στο ρετρό και στην αναζήτηση της πρωτοτυπίας: η εγκυκλοπαιδική γνώση του Ronson γύρω από την ευρύτερη ποπ παρακαταθήκη δεν καταπίνει (ευτυχώς) την επιζούσα τάση της μπάντας να υποσκάπτει το όποιο δεδομένο πλαίσιο.
Αλλά το Villains τα έχει τα θεματάκια του. Κατ’ αρχάς, μακρηγορεί: η μεγάλη πλειονότητα των κομματιών παίζει πάνω από τα 5 λεπτά σε διάρκεια, χωρίς να δικαιολογείται (παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις) μια τέτοια επιλογή. Έπειτα είναι και η αρκετά ομογενοποιημένη ατμόσφαιρα που το διέπει, αφού ο disco/glam διάκοσμος, με γενναίες κλίσεις της κεφαλής προς τη μεριά του David Bowie, επιβάλλεται μάλλον ως πανάκεια, τη στιγμή που απουσιάζουν οι γερές μελωδίες και οι πραγματικά σπουδαίοι στίχοι. Όποτε σκάει απ’ τα ηχεία κάτι πραγματικά διαφορετικό, όπως η αλητεία του “Head Like A Haunted House”, το προαναφερθέν γεγονός γίνεται ακόμα πιο προφανές.
«Life is hard, that’s why no one survives», τραγουδάει στο εναρκτήριο “Feet Don’t Fail Me” ο Homme, με το γνωστό, σαρδόνιο χιούμορ του. Μεγάλη αλήθεια αυτή, αλλά προς το παρόν ο Αμερικανός έχει βρει τον τρόπο να κρατάει το σημαντικότερο καλλιτεχνικό όχημά του πάνω από το νερό. Κι αν στο 7ο άλμπουμ του μοιάζει να το καταφέρνει οριακά –περισσότερο μέσω των εξωτερικών εντυπώσεων και λιγότερο με κάποιο ουσιαστικό επίτευγμα– το κλείσιμο της συλλογής με το “Villains Of Circumstance”, με το δυνατότερο και φωτεινότερο ρεφρέν της δηλαδή, δίνει μπόλικο χώρο στην αισιόδοξη σκέψη ότι (ενδεχομένως) εδώ έχουν φυτευτεί οι σπόροι για μια πιο στιβαρή και ενδιαφέρουσα συνέχεια.
{youtube}fsqhJcGbaEI{/youtube}