«Ακούμε ποπ μουσική γιατί είμαστε δυστυχισμένοι ή είμαστε δυστυχισμένοι επειδή ακούμε ποπ μουσική»;
Αυτό ήταν το «βαθιά φιλοσοφικό» ερώτημα με το οποίο ξεκινούσε να ξετυλίγεται το σύμπαν της θρυλικής –για την ποπ κουλτούρα– ταινίας High Fidelity, δια στόματος John Cusack, από το πολύ μακρινό πλέον 2000. Τώρα, γιατί μου ήρθε ξανά στο μυαλό η παραπάνω σκηνή ακούγοντας τα τελευταία πονήματα των Luna (το άλμπουμ A Sentimental Education και ένα ΕΡ με τίτλο A Place Of Greater Safety), δεν μπορώ με ακρίβεια να το απαντήσω. Αλλά θα προσπαθήσω να ξετυλίξω το κουβάρι παρακάτω.
Οι Luna δημιουργήθηκαν αφότου o Dean Wareham, o τρίτος δηλαδή των Galaxie 500, πήρε τη σοφή απόφαση να αποχωρήσει από τη μπάντα, διαλύοντάς την ουσιαστικά, αλλά και αφήνοντάς την –πρακτικά και συνειδησιακά– σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο, που (κακά τα ψέματα) δεν θα κατάφερναν να διατηρήσουν αν η φθορά του χρόνου άρχιζε να επιδρά πάνω τους. Οι Damon Krukowski και Naomi Young συνέχισαν τότε ως …Damon & Naomi, με καθόλου άσχημα αποτελέσματα και έχοντας πλήρη ορίζοντα να καταγράψουν και μουσικά αυτό που ήδη ήταν στη ζωή: ένα γλυκό, ανοιχτόμυαλο και χαμηλών τόνων ζευγάρι.
Ο Wareham, πάλι, όντας πιο εξωστρεφής, λίγο πιο «σταρ» (όσο πατάει η γάτα δηλαδή, εντός των «γιγαντιαίων» ορίων του underegound) και αρκετά πιο χύμα, συνέχισε να χτίζει τους δικούς του ονειρικούς κιθαριστικούς κόσμους με τους Luna, ώσπου βρήκε τη Britta Philips. Τότε, σε μία τεράστια ένδειξη πρωτοτυπίας (ή μήπως περιπαιχτικού αυτοσαρκασμού;), σχημάτισε παράλληλα το ντουέτο των …Dean & Britta. Όλα αυτά μέχρι τα μέσα των '00s.
13 χρόνια πέρασαν απ' όταν οι Luna κυκλοφόρησαν το Rendezvous και η επανεμφάνισή τους, ομολογουμένως, δεν ήταν και ό,τι πιο αναμενόμενο. Για την ακρίβεια, δεν νομίζω να ασχολούταν και κανείς. Ο δε τρόπος αυτής ακόμη πιο κουκουρούκου –για να γίνω αρκούντως δόκιμος: ένα EP με ορχηστρικές συνθέσεις και ένα άλμπουμ με διασκευές. Πουθενά δηλαδή το ταλαντούχο «νιαούρισμα» του κύριου Wareham σε νέες, δικές του, αφηγηματικές περιπέτειες.
Ακούγοντας και τα δύο δεν πρόκειται κάποιος/α να ξετρελαθεί, να πετάξει τη σκούφια του/της ή να βρει την καινούρια αγαπημένη του/της μπάντα. Και οι δύο κυκλοφορίες αφορούν καταρχάς το ίδιο το συγκρότημα, κατά δευτέρας όσους ήδη έχουν με κάποιον τρόπο συνδεθεί με τη μουσική τους και ελάχιστα το υπόλοιπο κοινό.
Ποια λοιπόν η πιθανή αποκομιδή από την ακρόασή τους; Θα απαντήσω προσωπικά και όχι αντικειμενικά.
Απήλαυσα τα ορχηστρικά κομμάτια του EP, αλλά δεν θα αναγνωρίσω κανένα αν το ακούσω κάπου τυχαία και δεν μπορώ να πω ότι βρήκα κάτι ιδιαίτερο στις διασκευές της μπάντας. Είναι παιγμένες άρτια, με τρόπο τέτοιον ώστε να περιλαμβάνουν τον ξεχωριστό ήχο των Luna, αλλά τίποτα παραπέρα.
Το πόσο όμως χάρηκα από την επιλογή των κομματιών, δεν λέγεται. Και γιατί αυτό; Γιατί με έβαλαν να ακούσω ξανά τα αυθεντικά, που είναι όλα, ένα προς ένα, υπέροχα. Και μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, είναι και outsiders. Οι Luna δεν ψώνισαν δηλαδή από τη βιτρίνα, αλλά το μελετήσανε το θέμα και πήγαν σε βάθος, ξετρυπώνοντας κομμάτια τα οποία ναι μεν δεν είναι εκείνα που ανακαλεί κάποιος άμεσα σε συνειρμό με τους δημιουργούς τους, μα εν τέλει δεν υστερούν σε τίποτα. Με έκαναν έτσι να βουτήξω σε περασμένες εποχές, να φωτίσω πτυχές των μουσικών τις οποίες δεν είχα προσέξει και να δω κάποια πράγματα από διαφορετική οπτική γωνία.
Για παράδειγμα, πόσο ωραίο είναι να (επαν)ανακαλύπτεις ότι, ναι, οι Yes είχαν κι αυτοί κάποτε καρδιά και μάλιστα μεγάλη (“Sweetness”), ότι οι Velvets δεν τα πήγαν τελικά και τόσο άσχημα χωρίς τον Lou Reed (“Friends”), ότι ο τρόπος του David Bowie να επικοινωνεί τη συναισθηματική αμεσότητα υπήρξε τόσο απαράμιλλος ώστε δεν περιγράφεται, όσο και να προσπαθείς (“Letter To Hermione”), ή ότι οι Cure, ακόμα κι όταν παιδιάριζαν, το κάνανε με περίσσεια χάρη (“Fire In Cairo”). Παράλληλα γεννήθηκαν ερωτήματα όπως: πόσοι άραγε γκρουβάρανε τόσο αποτελεσματικά όσο οι Rolling Stones (“Sleepy City”); Πόσο μοναδικά ενσωμάτωσαν την αμερικάνικη παράδοση στη μουσική τους οι Fleetwood Mac (“One Together”) και πόσο loco ήταν αυτός ο Willie “Loco” Alexander (“Gin”); Ήταν τελικά πιο rock ή πιο punk οι Mink DeVille (“Let Me Dream If I Want To”) και γιατί οι Mercury Rev δεν έγιναν τόσο μεγάλοι, όσο το ταλέντο τους (“Car Wash Hair”);
Τελευταίο αλλά καθόλου καταϊδρωμένο έμεινε το μυθικό “Most Of The Time” του Bob Dylan. Τι να πεις γι’ αυτό το κομμάτι; Τι να πεις για ολόκληρο το Oh Mercy (1989); To ανακάλυψα μέσα από το High Fidelity και ήταν ένα από εκείνα που μου έδωσαν να καταλάβω το μέγεθος του Dylan μέσα στον χρόνο. Δεν μπορεί, σκεφτόμουν, άμα γράφεις τέτοια κομμάτια στο 26ο άλμπουμ της πορείας σου, ε, πώς να το κάνουμε; Το 'χεις.
Επιστροφή στο παρόν.
Είχα άπειρο καιρό να ακούσω τις μουσικές του Dylan και μια απόπειρα που έκανα να δω το High Fidelity πριν μερικούς μήνες κράτησε 5-10 λεπτά όλα κι όλα. Όσο κι αν αγαπούσα την ταινία αυτή, όσο κι αν κάποτε υπήρξε σημείο αναφοράς, αυτοπροσδιορισμού και ανάλυσης για μένα και χιλιάδες (ή μήπως εκατομμύρια;) ακόμη μουσικόφιλους, τόσο δύσκολο μου ήταν να την προσεγγίσω πια. Ούτε καν η νοσταλγία (στην οποία με λες και επιρρεπή συχνά-πυκνά), ένα συναίσθημα γλυκό (και παράλληλα ύπουλο) όσο λίγα, δεν κατάφερε να αποτελέσει κινητήριο δύναμη. Δεν την απαξίωνα, σε καμία περίπτωση, ούτε έπαυα να αναγνωρίζω τη συνεισφορά της. Κάθε άλλο. Το ταξίδι όμως σε αυτήν δεν παύει να είναι μια απλή και καλοδεχούμενη επίσκεψη σε κάτι παρελθοντικό. Ό,τι και να κάνω, όσο και να προσπαθήσω, δεν πρόκειται ποτέ να ξαναμπώ στο σινεμά στην Καλλιθέα, το πρώτο Σαββατοκύριακο προβολής της.
Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν, αυτό το άτιμο το “Most Of The Time” την έκανε τη ζημιά και οι Luna μπλέχτηκαν με τον Dylan, με τον Cusack και έμμεσα με τον Nick Hornby, και κάπως έτσι βγάλαμε άκρη. Ευχαριστώ για την κατανόηση.
Τα σέβη μου φυσικά, κλείνοντας, και στον Dean Wareham, που, έστω και με σπόντα γαλλικού μπιλιάρδου, κινητοποίησε τέτοιους όμορφους συνειρμούς, επιτυγχάνοντας μια θαυμάσια Αισθηματική Αγωγή.
{youtube}xS85ylpReUo{/youtube}