Αν τα Oscars του 2024 υπήρξαν μια από τις πιο μεστές και «γεμάτες» τελετές των τελευταίων πολλών ετών, αυτό δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα της -σχετικά- ακριβοδίκαιης μοιρασιάς των σημαντικών βραβείων εκείνης της χρονιάς, αλλά κυρίως γιατί το 2024 είχε μια από τις καλύτερες φιλμικές «σοδειές» της πρόσφατης μνήμης: η 9άδα των Oppenheimer, Barbie, Poor Things, Anatomy of a Fall, The Holdovers, The Zone of Interest, American Fiction και Killers of a Flower Moon (τη 10άδα συμπλήρωνε ατυχώς το Maestro της μύτης του Brandley Cooper) δεν είχε πρόσφατο προηγούμενο και μόνο το μακρινό 2004 των Lord of the Rings: Return of the King, Lost in Translation, Master and Commander, Mystic River (και ok, Seabiscuit αντί Maestro) έρχεται ίσως στο νου σαν κάτι εφάμιλλης λάμψης.

Τα Oscars του 2025 -και κατ’ επέκταση η πρόσφατη κινηματογραφική σεζόν- έχουν να διαχειριστούν μια ελαφρώς κατώτερη 10άδα ταινιών που διεκδικούν το μεγάλο βραβείο της χρονιάς, εξόχως ποικιλόμορφη ξανά (από έπη των 215 λεπτών, εκπροσώπους του ανεξάρτητου σινεμά, musicals μέχρι και …body horror περιλαμβάνει η φετινή λίστα με τις υποψήφιες ταινίες του Oscar Καλύτερης Ταινίας) αλλά με μερικές εξόφθαλμες «παραφωνίες» και ένα πελώριο offstage drama για το φερόμενο (μέχρι ενός σημείου) ως απόλυτο φαβορί της βραδιάς.

Ο ελέφαντας στο δωμάτιο: όλος ο κόσμος «βράζει» εναντίον του Emilia Perez. Αφενός μεν για τις 13 του υποψηφιότητες (οι οποίες ισοφαρίζουν ταινίες όπως το Gone With the Wind και Fellowship of the Ring και στο παρά τσακ δεν τοποθετούν την ταινία του Jacques Audiard στο κλειστό club των All About Eve, Titanic και La La Land των 14ων υποψηφιοτήτων) και αφετέρου για την πρωταγωνίστριά του και τα προ διετίας εμπρηστικά της tweets (ένα φρικτό συνονθύλευμα τσιτάτων ρατσισμού και ξενοφοβίας που μάλλον η ομάδα marketing της ταινίας αγνόησε προτού ξεκινήσει την εκστρατεία της για τα Oscars).

Στη πρώτη περίπτωση, η ταινία του Jacque Audiard είναι κάπως λογικό να φαντάζει παράταιρη στον μέσο θεατή, καθώς μιλάμε για ένα εντελώς… παλαβό θέαμα που ξεπερνάει κατά πολύ τα διευρυμένα όρια του ατόφιου και καθαρόαιμου cult: το Emilia Perez είναι ένα μεξικανικό ισπανόφωνο musical που συνδυάζει το σύμπαν του Sicario, την εσκεμμένη κιτς αισθητική, το βαρύ μελόδραμα, το queer στοιχείο των πιο έντονων στιγμών του Pedro Almodovar και τον παραισθησιογόνο σινεφιλικό ρομαντισμό του Wild At Heart (και όλα αυτά πάνω στην αφηγηματική ραχοκοκαλιά μιας prime… telenova, τύπου Marimar ή Esmeralda). Ειδικά δε, με τις τόσες εκκωφαντικές παραλήψεις crowd pleasing ταινιών στις βασικές Oscar-ικές κατηγορίες (όπως το Dune: Part Two ή το Challengers), οι φωνές απέναντι στην εξτραβαγκάνζα του Jacque Audiard ηχούν ακόμα πιο επιθετικές και έντονες.

Η δεύτερη περίπτωση δημιούργησε μια αρκετά προβληματική συνθήκη, η οποία, ασχέτως της όποιας εκτίμησης έχει προσωπικά ο καθένας σε μια ταινία πολωτική εν τη γενέσει (καλύτερη ταινία της χρονιάς για το Avopolis αλλά και για μια πληθώρα δημοσιογράφων, θεατών και σκηνοθετών όπως πχ. οι James Cameron, Michael Mann και Paul Schrader - χειρότερη για όλους τους υπόλοιπους και με σοβαρά παράπονα για την trans απεικόνιση από αρκετά μέλη της LGBTQ κοινότητας) εγείρει σοβαρές συζητήσεις και εντείνει τον προβληματισμό απέναντι στη μαζική υστερία της κουλτούρας της ακύρωσης στις ΗΠΑ: Τα Αμερικανικά μέσα ενημέρωσης έχουν δώσει πρωτοφανείς, σχεδόν… Ομηρικές διαστάσεις στο θέμα, η ταινία έχει μισηθεί όσο σχεδόν καμία άλλη στην πρόσφατη ιστορία του θεσμού (πέραν των αρχικών επικριτών την αμιγούς κινηματογραφικής της αξίας) εξαιτίας των κυμάτων οργής που προκάλεσαν τα tweets της Karla Sofía Gascón, η ίδια απολογήθηκε δημόσια αρκετές φορές (κάνοντας τα πράγματα ακόμα χειρότερα) πριν αποσυρθεί στη σιωπή της («για να  επιτρέψω στο έργο να εκτιμηθεί για αυτό που είναι, μια ωδή στην αγάπη και τη διαφορετικότητα») και η Ακαδημία της κατέστησε σαφές ότι η φυσική της παρουσία στη τελετή της 3 Μαρτίου θα γίνει, εφόσον η ίδια το επιθυμεί, με δικά της έξοδα. Εν συνεχεία τo ίδιο Netflix αφαίρεσε το όνομα και τις φωτογραφίες της ηθοποιού από οποιοδήποτε poster ή promo της ταινίας και προσφάτως ο ίδιος ο Audiard έβαλε το τελευταίο καρφί στον σταυρό της ιδίας του της πρωταγωνίστριας (αλλά και των όποιων πιθανοτήτων είχε το Emilia Perez για κάποια βραβεία, πλην εκείνο το σχεδόν κλειδωμένο (;) της Zoe Zaldana στον Β’ Γυναικείο Ρόλο) μέσω της δημόσιας αποκήρυξης της ηθοποιού του, κατηγορώντας την ότι «βλάπτει το συνεργείο και όλους τους ανθρώπους που δούλεψαν τόσο σκληρά για την ταινία», δηλαδή κοινώς ότι καταστρέφει… την Oscar-ική καμπάνια που είχε στήσει εξαρχής πάνω στις πλάτες της.

Ευτυχώς, προσφάτως ο Audiard γύρισε με τη σειρά του τη συζήτηση πάνω στη δύναμη του viral και των social media, αναφερόμενος στη σημερινή δυσκολία διάκρισης της «πρόθεσης» από την «εντύπωση» -και όλο αυτό πως βλάπτει την πραγματική κινηματογραφική ανάλυση. Είναι σίγουρα μια πολύ μεγάλη συζήτηση ο γενικότερος διαχωρισμός καλλιτέχνη από το έργο του, όμως εν προκειμένω, τo virality δεν θα έπρεπε να επηρεάζει τόσο ριζικά την αμιγώς κινηματογραφική συζήτηση γύρω από μια ταινία -καθώς τίποτα στη social media-κη ηθικολογία του όχλου δεν συνάδει με τον απελευθερωτικό χαρακτήρα που θα έπρεπε να έχει το ίδιο το σινεμά σαν φορέας πολιτισμού. Για την ιστορία, το Emilia Perez (Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας και στις τέσσερεις πρωταγωνίστριες του, Βραβείο Επιτροπής και Βραβείο Μουσικής Επιμέλειας στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών) κόστισε περίπου 25 εκ. δολάρια και έφερε πίσω στα ταμεία μόλις 14, πριν παραχωρηθεί στο Netflix για την περαιτέρω streaming πορεία του.

Με την Emilia Perez εκτός ανταγωνισμού λοιπόν, η μάχη για τα μεγάλα βραβεία προς το παρόν φαίνεται πως θα κριθεί μεταξύ του Anora, από τον ανεξάρτητο κινηματογραφιστή Sean Baker (μια ταινία με το ελάχιστο budget των 6 εκ. δολαρίων που απέφερε 36 εκ. στα ταμεία, κάνοντας μια άκρως πετυχημένη πορεία στο box office και παράλληλα το όνομα και το σινεμά του Baker γνωστό σε ένα πιο mainstream κοινό) και του The Brutalist από τον Brady Corbet (ένα σαρωτικό Αμερικανικό έπος γυρισμένο σε VistaVision και film 35mm, με 7 χρόνια παραγωγής στην πλάτη του, διάρκειας τρεισήμισι ωρών και με το πενιχρό budget των 10 εκ. δολαρίων). Ευτυχώς και οι δύο ταινίες είναι, με τον τρόπο τους η κάθε μια, άξια φαβορί για το Oscar Καλύτερης Ταινίας: η πρώτη ως μια γλυκόπικρη ανάγνωση της Σταχτοπούτας σε όρους κοινωνικού ρεαλισμού με ολίγη από screwball κωμωδία, η δεύτερη ως ένα αρχετυπικό δράμα επικών διαστάσεων για την τραγωδία του Αμερικανικού ονείρου και όλα τα δεινά του φιλελευθερισμού – δύο απαραίτητες ταινίες για το Αμερικανικό σινεμά της εποχής του Donald Trump, της «κανονικοποίησης» ρητορικών μίσους και ραγδαίας άμβλυνσης των ταξικών διαφορών.

Το απαραίτητο biopic κάθε απονομής βραβείων Oscar ήρθε φέτος υπό τους ήχους της «ηλεκτρικής» περιόδου του Bob Dylan (άλλωστε, οτιδήποτε με λιγότερη φυσαρμόνικα από τον Dylan είναι σίγουρα και μια μικρή νίκη για την ανθρωπότητα): το A Complete Unknown είναι ένα crowd-pleasing βιογραφικό μουσικό δράμα από τον James Mangold, το οποίο ανέλπιστα «σκαρφάλωσε» σε αρκετές κατηγορίες του θεσμού - πέραν της κάπως αναμενόμενης Καλύτερης Ταινίας, η παρουσία της ταινίας στην κούρσα στις κατηγορίες Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Διασκευασμένου Σεναρίου ήταν μια απροσδόκητη έκπληξη. Με budget γύρω στα 60 εκατομμύρια και συνολικές εισπράξεις κοντά στα 100, η ταινία του Mangold έχει βάσιμες πιθανότητες για κάποιο από τα μεγάλα βραβεία ερμηνειών, ενώ παράλληλα «εξιλέωσε» με την επιτυχία του και τον Mangold απέναντι στην Disney (μετά την αποτυχία του Indiana Jones and the Dial of Destiny) με «έπαθλο» την ανάληψη της σκηνοθεσίας μιας επερχόμενης standalone ταινίας Star Wars.

Το Conclave μέχρι πρότινος φαινόταν ένα από τα μεγάλα φαβορί για το Oscar Καλύτερης Ταινίας, οι πιθανότητές του όμως σχεδόν εξανεμίστηκαν λόγω της απουσίας του Edward Berger από την κατηγορία Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Το «παπικό» θρίλερ με τους Ralph Fiennes και Stanley Tucci (20 εκ. budget και εισπράξεις λίγο πάνω από 90 εκ.) φαντάζει εκ πρώτης όψεως μια ελαφρώς συμβατική Οσκαρική ταινία – στην οποία όμως ένα αναπάντεχο σημαντικό twist του φινάλε της δίνει μια αρκετά ενδιαφέρουσα κατάληξη, κάνοντάς την αυτομάτως μια ταινία των καιρών μας. Το Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου για την δουλειά του Peter Straughan (Tinker Tailor Soldier Spy) είναι από τα πιο ισχυρά στοιχήματα της βραδιάς.

Μεγάλος χαμένος της βραδιάς; Μάλλον το Dune: Part Two, ένα blockbuster που έσπασε ταμεία (190 εκ. δολάρια budget που απέφεραν κάτι παραπάνω από 700 εκ. στο box office) κοιτάζοντας ευθέως στον πυρήνα των ταινιών μεγάλων auteurs του παρελθόντος όπως ο Stanley Kubrick και ο David Lean, για να αφηγηθεί με μεγαλοπρέπεια μια αρκετά σύνθετη και θεματικά προκλητική ιστορία επιστημονικής φαντασίας για τον  δεσποτισμό της πολιτικής εξουσίας και το ρόλο της οργανωμένης θρησκείας σε αυτήν. Θεατές και κριτική αγκάλιασαν την νέα αυτή απόπειρα κινηματογραφικής μεταφοράς ενός milestone της μεταπολεμικής sci-fi λογοτεχνίας, η Ακαδημία όμως απέκλεισε κάθε πιθανότητα νίκης του μεγάλου βραβείου της βραδιάς από το Dune: Part Two, στερώντας από τον Dennis Villeneuve τη διεκδίκηση κάποιων εκ των βραβείων Σκηνοθεσίας και Διασκευασμένου Σεναρίου – δείχνοντας ξανά μια παράξενη αμηχανία απέναντι στο σινεμά είδους.

Παραδόξως όμως, δεν συνέβη το ίδιο με το The Substance, ένα cult διαμάντι προορισμένο να γίνει smash hit σε μεταμεσονύκτιες μελλοντικές προβολές, μια ταινία που συνδυάζει το γκροτέσκο με το avant garde και τον αιχμηρό κοινωνικό σχολιασμό - μη ξεχνώντας ποτέ όμως, ότι πρωτίστως είναι μια ταινία σωματικού τρόμου και μετά όλα τα υπόλοιπα. Η ταινία που πιθανότατα θα δώσει το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου στην Demi Moore και (ίσως) το Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου στην Coralie Fargeat (για να κάνει παρέα και στο αντίστοιχο Βραβείο Σεναρίου που κέρδισε η ταινία στις φετινές Κάννες) κόστισε 17,5 εκ. δολάρια και απέφερε 77 εκ., ενώ έγινε και η πιο εισπρακτικά πετυχημένη ταινία της Αγγλικής συνδρομητικής streaming πλατφόρμας Mubi. Τολμηρή επιλογή της Ακαδημίας, για μια ταινία που έκανε τους πιο συμβατικούς θεατές να ψάχνουν πανικόβλητοι την έξοδο στο σινεμά (στο τελευταίο και εντελώς over the top μέρος της)  και παράλληλα μια μεγάλη ικανοποίηση για εκείνους τους θεατές που είχαν απαυδήσει με το «εστέτ» revival του σινεμά τρόμου την τελευταία δεκαετία -και αποζητούσαν διακαώς τη σύζευξη της αιματοβαμμένης ελεγείας φρίκης με την απενοχοποιημένα cinephile ατόφια διασκέδαση.

Κοντά στη λογική του The Substance και το The Wicked, η κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου μιούζικαλ του 2003: ένα blockbuster των σχεδόν 730 εκατομμυρίων δολαρίων σε εισπράξεις (με budget 150 εκ.) που έκανε την έκπληξη και «περπάτησε» τόσο στα ταμεία όσο και σε κριτικές – βάζοντας το λιθαράκι του στο όποιο revival ζει το genre εδώ και αρκετά χρόνια, καθώς από το La La Land και το Tick, Tick… Boom! μέχρι το remake του West Side Story ή το Les Miserables, το κινηματογραφικό musical φαίνεται να μονοπωλεί κάθε χρόνο τουλάχιστον μια θέση στη δεκάδα των ταινιών που είναι υποψήφιες για το μεγάλο βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Το I'm Still Here του αγαπημένου στο Ελληνικό κοινό Walter Salles (The Motorcycle Diaries) βρίσκει τον σκηνοθέτη πίσω στη Βραζιλία, 13 χρόνια μετά το αποτυχημένο του Αμερικανικό πείραμα με το On the Road (βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Jack Kerouac) και για άλλη μια φορά, με το βλέμμα στραμμένο στο καλό λαϊκό πολιτικό σινεμά. Με budget σχεδόν 2 εκ. και 25 εκ. δολάρια στο box office, το I’m Still Here αναμένεται να κοντραριστεί ευθέως με το Emilia Perez στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, ενώ η πρωταγωνίστριά του (και νικήτρια της αντίστοιχης Χρυσής Σφαίρας Α’ Γυναικείου Ρόλου σε Δράμα) είναι, μαζί με την Mikey Madison του Anora, οι ηθοποιοί που έχουν πλέον μια πιθανότητα να ανακόψουν την πορεία της Demi Moore προς τη νίκη. Τέλος, το Nickel Boys καταλαμβάνει για φέτος την καθιερωμένη «παντελώς άκυρη υποψηφιότητα» της χρονιάς, το οποίο και ευελπιστεί να γίνει το νέο CODA – αλλά μάλλον οι συγκυρίες (και η μηδενική σχεδόν παρουσία του στο box office) δεν ευνοούν την ταινία του RaMell Ross για κάτι παραπάνω από την παρουσία της και μόνο σε μερικές βασικές κατηγορίες των Oscars.

Kατά τα άλλα, η παραφιλολογία και η έντονη γκρίνια για snubs και χτυπητές απουσίες είχαν λείψει τα τελευταία χρόνια από τον θεσμό – όχι ότι είχαν εξαλειφθεί ποτέ εντελώς, αλλά ειδικά φέτος, τα Oscars δείχνουν να πήγαν εντελώς στο άλλο άκρο: το Challengers του Luca Guadagnino αγνοείται παντελώς (ακόμα και το βραβευμένο με Χρυσή Σφαίρα ήδη κλασσικό for the ages soundtrack του), ομοίως και το Queer (και ειδικά ο πρωταγωνιστής του Daniel Craig, ένας εκ των φαβορί για το χρυσό αγαλματίδιο εδώ και μήνες). Πουθενά επίσης ο καθηλωτικός Cillian Murphy επίσης του Small Things Like These. Στον Α’ Γυναικείο Ρόλο αγνοείται η Nicole Kidman της γενναίας ερμηνείας του Babygirl, η Pamela Anderson του Wrestler-ικής αύρας comeback με το The Last Showgirl, αλλά και η Marianne Jean-Baptiste στη φημολογούμενη πραγματικά σπουδαιότερη ερμηνεία της χρονιάς στο Hard Truths του σπουδαίου Mike Leigh. Στον Β’ Γυναικείο η Margaret Qualley του The Substance μάλλον υποχρεώθηκε σε μια «ήττα» που θα μετρίαζε κάπως την Oscar-κή υστερία για την ταινία, η Selena Gomez «πλήρωσε» και αυτή με τη σειρά της το τίμημα της υπέρμετρης επιτυχίας του Emilia Perez. Στη Σκηνοθεσία, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, οι απουσίες των Dennis Villeneuve και Edward Berger «χτυπάνε» πολύ άσχημα στο μάτι, ενώ τέλος, μηδέν υποψηφιότητες για τον οδοστρωτήρα του Kneecap και δυστυχώς καμία υποψηφιότητα για το All We Imagine as Light (Grand Prix στις Κάννες και μία Χρυσή Σφαίρα Μη Αγγλόφωνης Ταινίας) -καθώς δεν κατατέθηκε ποτέ από την συντηρητική Film Federation of India των 13ων ανδρών – μελών της, «τιμωρώντας» με αυτόν τον τρόπο τη δημιουργό της Payal Kapadia για το ότι γύρισε «μία Ευρωπαϊκή ταινία που διαδραματίζεται στην Ινδία και όχι μια Ινδική ταινία που διαδραματίζεται στην Ινδία».

Η γκρίνια επανήλθε λοιπόν στα Oscars για τα καλά, η κινηματογραφική σεζόν του 2024 μάλλον δεν αξίζει όλο αυτό το δράμα και μένει μόνο να δούμε αν θα έχουμε ένα δεύτερο περιστατικό τύπου «μπούφλα Will Smith σε Chris Rock» για να ολοκληρωθεί «ιδανικά» μια από τις πιο αμφιλεγόμενες τελετές Βραβείων Oscars των τελευταίων ετών.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured