Με τον θάνατο του Paul Young (2000) και την ουσιαστική αποστασιοποίηση του Paul Carrack από το όχημα των Mike + The Mechanics (2004), φάνηκε ότι έκλεισε οριστικά –και φυσιολογικά– η ιστορία του επιτυχημένου αυτού παρακλαδιού της Genesis εποποιίας. Το παραδέχτηκε μάλιστα και ο Mike της υπόθεσης τότε (ο Rutherford), ότι η μπάντα είχε πια φτάσει στο τέλος της διαδρομής της.
Θέλετε βέβαια γιατί για τους επιτυχημένους μουσικούς η όλη υπόθεση γίνεται μέθοδος βιοπορισμού, θέλετε γιατί η σκηνή και το στούντιο αποτελούν παραμέτρους ζωής από τις οποίες στην πραγματικότητα δεν ξεφεύγουν ποτέ, οι Mike + The Mechanics ξανάζησαν το 2010, επιστρέφοντας μάλιστα και δισκογραφικά με το The Road (2011), το οποίο σύστησε στο κοινό τους δύο νέους τραγουδιστές τους, Andrew Roachford & Tim Howar: ο πρώτος είχε μια σειρά από soul pop επιτυχίες στη Βρετανία των ύστερων 1980s και 1990s (οι παλιότεροι που ασχολείστε με τη «μαύρη» μουσική θα θυμάστε ίσως το "Cuddly Toy" και το "The Way I Feel"), ο δεύτερος έχει ξεπηδήσει από διάφορα επιτυχημένα θεατρικά μιούζικαλ των τελευταίων ετών.
Το Let Me Fly αποτελεί φυσική συνέχεια του The Road, αν και πρέπει να παραδεχτούμε εξαρχής πως πρόκειται για καλύτερο άλμπουμ. Προκύπτει δηλαδή συμπαγές αντί για άνισο και βρίσκει αυτή τη νέα εκδοχή των Mike + The Mechanics να έχει επιτέλους δέσει, με τον Howar να έχει αφήσει παράμερα τους πολλούς θεατρινισμούς και τον Roachford –έναν πραγματικά καλό τραγουδιστή– να διαθέτει σωστότερα κατανεμημένους χώρους, ώστε να κάνει το κομμάτι του.
Με την εύστοχη χρήση χορωδίας να θυμίζει τη μεγάλη επιτυχία των Mike + The Mechanics "The Living Years" (1988), το εναρκτήριο "Let Me Fly" δείχνει τις αρετές και τα ελαττώματα συνάμα της όλης υπόθεσης. Από τη μία, δηλαδή, υπάρχει ένα επίπεδο βιρτουοζιτέ που στέκει πέραν αμφισβητήσεων και προτιμήσεων, πολύ απλά γιατί τον καλό μουσικό τον «ακούς», ό,τι και να παίζει. Από την άλλη, βλέπεις ξεκάθαρα πως ο Rutherford και η νυν παρέα του καμία διάθεση δεν έχουν να απομακρυνθούν από τα δεδομένα μιας μεσήλικης (και μεσοβέζικης) pop με rock εξάρσεις στις ενορχηστρώσεις, η οποία, ακριβώς επειδή είναι τόσο καλοφτιαγμένη, σε κάνει να ντρέπεσαι να πεις το εμφανές: ότι βαριέσαι. Βαριέσαι ρε διάολε που όλα είναι τόσο προβλέψιμα, βαριέσαι αυτά τα καμουφλαρισμένα 1980s κάτω από το άψογο update στιγμών σαν το "The Best Is Yet To Come" ή το "The Letter", βαριέσαι που ξέρεις από πριν τι χροιά θα πάρει η φωνή ανάλογα με τον τόνο στον οποίον μπαίνουν τα πλήκτρα ή πού ακριβώς θα πέσει το ηλεκτρισμένο σόλο, έτσι για να ανάψουν και λίγο τα αίματα στις ώριμες φλέβες.
Για να είμαι πάντως δίκαιος, οι Mike + The Mechanics δεν το ρίχνουν στα βράχια το καράβι. Μάλιστα, το ότι εδώ κι εκεί μπορούν ακόμα να παράγουν μερικά τραγούδια τα οποία κερδίζουν το αυτί χάρη στην καλογυαλισμένη μα αβίαστη μελωδικότητά τους ("Don't Know What Came Over Me", "High Life"), είναι προς τιμήν τους.
Μπορεί λοιπόν να μην ανακατεύουν καμία τράπουλα και να μην ταράζουν τα νερά, αποδεικνύουν όμως με το Let Me Fly ότι έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν ακόμα υπερασπιζόμενοι τα όσα αγαπούν, όσο κλισέ κι αν ηχούν αυτά τα μελωμένα rock τραγούδια με τα αφελή μηνύματα ελπίδας και ανάτασης, σαν το "Save The World" και το "Are You Ready?"· από το κλισέ, άλλωστε, ως την ανακουφιστική αίσθηση που προσφέρει κάθε τι το γνώριμο, ένα τσιγάρο δρόμος... Αφήστε που στην εποχή της αναβίωσης της κόντρα-αναβίωσης το να κατηγορούμε γκρουπ σαν τους Mike + The Mechanics ότι ακούγονται «παλιοί», είναι νομίζω πολύ υποκριτικό.
{youtube}2AOwDnDj3Vw{/youtube}