Χαμένοι στην ομίχλη των πρώτων μεσαιωνικών αιώνων, οι Μαζόβιοι ήταν ένας σλαβόφωνος λαός με παγανιστική θρησκεία, που εγκαταστάθηκαν στα εδάφη όπου (χονδρικά) βρίσκεται σήμερα το βορειοανατολικό τμήμα της Πολωνίας. Βαθμιαία, κατόπιν, εκχριστιανίστηκαν και απορροφήθηκαν από τους Πολωνούς, αν και ένα Δουκάτο της Μαζοβίας επέζησε ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα ως το 1526.
Κάπου εκεί χρονολογείται και η εμφάνιση ενός λαϊκού χορού με ζωηρό ρυθμό, που προσφερόταν για μεγάλη ποικιλία από φιγούρες: λαμβάνοντας το όνομα «μαζούρκα» (απότοκο της Μαζοβίας) ξέφυγε σύντομα από τα τοπικά σύνορα και διαδόθηκε ως τη Γαλλία, την Αγγλία, ακόμα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πιο διάσημες ωστόσο μαζούρκες της ιστορίας ήταν εκείνες που έγραψε ο Frédéric Chopin μεταξύ 1825 και 1849, όταν –ακολουθώντας το μεγάλο ρεύμα των Ρομαντικών συνθετών της εποχής– έσκυψε με σπουδή στις παραδόσεις του τόπου του, ενώνοντας τους ήχους τους με αυτόν του πιάνου.
Έκτοτε, οι μαζούρκες διαθέτουν σταθερή αν και μάλλον «περιθωριακή» παρουσία στον κλασικό κόσμο (ίσως γιατί δεν προσφέρονται για επιδείξεις;), κι έτσι αποτελεί κάτι σαν μικρή έκπληξη ότι έχουμε ξανά έναν δίσκο αφιερωμένο σε αυτές, από μια πιανίστρια που έφυγε κάποτε από την πατρίδα της (Σαράγιεβο) για σπουδές όντας Γιουγκοσλάβα, για να δει στη συνέχεια την έννοια να καταρρέει και τα παλιά ομοσπονδιακά σύνορα να γίνονται εθνικά –σήμερα έχει βρετανική υπηκοότητα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Ivana Gavrić διάλεξε τις μαζούρκες του Chopin για να κάνει το ντεμπούτο της στην Edition, μια δυναμική δισκογραφική, που σίγουρα περιμένει αρκετά από εκείνη. Υπάρχει επομένως μια εξαρχής αυτοπεποίθηση πάνω στο συγκεκριμένο υλικό, την οποία αντιλαμβάνεσαι και στο παίξιμό της.
Η ανάγνωση της Gavrić αποδεικνύεται διαβασμένη και κυρίως μετρημένη. Σε μια δισκογραφική παραγωγή, βέβαια, το «μέτρο» μπορεί να συνεπάγεται και κάποια επιπεδότητα, μαζί με το ευγενικό εκ μέρους του ακροατή πνίξιμο κανα-δυο χασμουρητών. Εδώ όμως λάβετέ το με την απολύτως κυριολεκτική του σημασία, καθώς η Gavrić φανερώνει κρίσιμη αντίληψη του ειδικού βάρους κάθε μαζούρκας. Δεν παγιδεύεται λοιπόν στην επαναληπτική τους φύση (η οποία απηχεί τις επαναλήψεις των πρωτότυπων λαϊκών χορών), ακριβώς γιατί εστιάζει στους χρωματισμούς που εισήγαγε ο Chopin. Φτάνοντας έτσι σε αληθινά αβίαστες αποδόσεις είτε της μελαγχολίας, είτε των πιο εξωστρεφών πτυχών των συνθέσεων. Μέρος δε αυτού του «αβίαστα» είναι οπωσδήποτε βιωματικό, καθώς η μουσικός θυμάται να χορεύει μαζούρκες στην κουζίνα της γιαγιάς της στο Σαράγιεβο, αλλά και να ακούει τη μητέρα της να τις παίζει στο πιάνο του πατρικού της.
Από την άλλη, η Gavrić είναι ένα ταλέντο που παραμένει ανερχόμενο. Της λείπουν δηλαδή κρίσιμα χιλιόμετρα για να ανέλθει σε μια διαφορετικού είδους λίγκα, με αποτέλεσμα να χάνει σε σύγκριση με ηχογραφήσεις-σταθμούς του παρελθόντος, που μπόρεσαν να συλλάβουν το πλήρες σφρίγος της χρωματικής παλέτας του Chopin. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι στερείται ενδιαφέροντος η οπωσδήποτε αξιόλογη προσπάθειά της εδώ, κάθε άλλο. Όμως οι 3 (αν δεν λαθεύω) δίσκοι βινυλίου του Πολωνού πιανίστα Ryszard Bakst στη Westminster, παραμένουν μια ανυπέρβλητη επιλογή πάνω στο αντικείμενο, από την οποία η Gavrić ακόμα απέχει εμφανώς.
{youtube}COUBQXompiU{/youtube}