Από την ουαλική εξοχή και τον θαλάσσιο ορίζοντα προς Ιρλανδία πλευρά, μέχρι τις σημερινές μέρες στο Λονδίνο και την ενασχόληση με τη μουσική, η Kelly Lee Owens πέρασε από διάφορα στάδια. Τα οποία, προφανώς, έπαιξαν καθένα τον δικό του ξεχωριστό ρόλο, μέχρι να φτάσουμε να μιλάμε για το επίσημο ντεμπούτο της (προηγήθηκαν κάποια singles και EPs).
Στην εφηβεία της εργάστηκε (εκτός των άλλων) ως σερβιτόρα, αργότερα ως εκπαιδευόμενη νοσοκόμα στο Μάντσεστερ –με καρκινοπαθείς τελικού σταδίου– ενώ μετέπειτα έγινε υπάλληλος σε δισκάδικα της αγγλικής πρωτεύουσας. Ενστικτωδώς, παρουσίασε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική ως θεραπευτικό εργαλείο και άρχισε να παρατηρεί την επίδραση των ηχητικών συχνοτήτων σε διάφορες περιστάσεις. Θα λέγαμε μάλιστα πως αυτή είναι και η κατεύθυνση που έχει κερδίσει την προσοχή της εδώ και καιρό, με το βάρος πια να πέφτει, πέραν της σύνθεσης και παραγωγής (ασχολείται η ίδια με όλα τα στάδια), στην ευρύτερη ιαματική προσέγγιση της μουσικής.
Συστήνοντας λοιπόν τον εαυτό της στο κοινό, η Kelly Lee Owens αφήνει πίσω τις παρελθοντικές indie rock μέρες (έπαιζε στους History Of Apple Pie) και παραδίδει ένα κράμα ηλεκτρονικών και pop που, αν το βάλεις κάτω και αρχίσεις να το ξεψαχνίζεις, θα το βρεις να «διαλύεται» σε πολλές περισσότερες υποκατηγορίες.
Κοιτώντας τη μεγάλη εικόνα, το άλμπουμ περιέχει σύγχρονη electro pop, όπως την προσεγγίζουν οι μουσικοί των ημερών μας. Οι Moderat έρχονται πρώτοι στο μυαλό ως παράδειγμα, αλλά και η Grimes: αποκλείεται, ακούγοντας τα συγκεκριμένα κομμάτια, να μην εμφανιστεί ως περίτρανη αναφορά σε όποιον γνωρίζει τη μουσική της.
Πηγαίνοντας πιο πέρα και με τη βοήθεια του μεγεθυντικού φακού, θα βρει κανείς από ambient pop με τάμπλα (στο εναρκτήριο “S.O.”) μέχρι ambient techno με σιτάρ (στο μεγάλης διάρκειας και ιδιαίτερα πετυχημένο mantra “8”, με το οποίο κλείνει το άλμπουμ). Ο χαλαρά λικνιστικός μικροκυκλώνας του “Throwing Lines” και η balearic techno pop του “Bird” στέκονται αξιοπρεπώς, αλλά η μινιμαλιστική techno του “Evolution” σε συνδυασμό με τα λεκτικά παιχνιδίσματα είναι λίγο προβλέψιμη και βαρετή εδώ που τα λέμε, ενώ το “Arthur” μόνο και ως ιδέα πέτυχε τον σκοπό του, μιας και δεν συναντάμε συχνά αναφορές στον εξαιρετικό Arthur Russell.
H συνεργασία με την Jenny Hval στο “Anxi.” μας δίνει ένα θαυμάσιο ατμοσφαιρικό κομμάτι που αποκτά χορευτικές προεκτάσεις όσο ξετυλίγεται, διαδοχή την οποία βρίσκουμε και στο “Lucid”, όπου το ονειρικό ξεκίνημα αφήνει τη θέση του σε ένα έξυπνο acid house μπιτ. Acid techno με spoken word τριβολιάζουν τον ακροατή στο “CBM” και τέλος το “Keep Walking” –μέσα από την κατανυκτική αφήγηση και τον εμβόλιμο θόρυβο– μας υπενθυμίζει πως, ό,τι και να συμβεί, η επιλογή είναι να συνεχίσεις να περπατάς/μάχεσαι/προσπαθείς κλπ.
Ως συμπέρασμα (και αναλογιζόμενοι όλα τα προηγούμενα), πρόκειται για ένα άλμπουμ γεμάτο ωραίες ιδέες και υποσχέσεις, από μία ανήσυχη, δημιουργική και ανοιχτόμυαλη μουσικό, που πιθανότατα θα μας απασχολήσει και στο μέλλον, μιας και δεν τη βλέπω να κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Το αντίθετο.
{youtube}IzEaFeIwbuk{/youtube}