Κανείς δεν ξέρει πού κρυβόταν το επαναστατικό πνεύμα των Depeche Mode, πάντως ξεθαρρεύει στον 14ο δίσκο τους. Οι θρύλοι της synth pop με το ένα χέρι κρατάνε πλακάτ με συνθήματα και με το άλλο χαλάνε τις φράτζες των νεορομαντικών και αρπάζουν απ' τον γιακά όσους απολιτίκ καίγονται μονίμως για «1980s reunion». Πώς, όμως, από την άβατη αισθητική μιας Μαύρης Γιορτής και από το μετα-βιομηχανικό ύφος των τραγουδιών που απαιτούσαν Πίστη και Αφοσίωση, φτάσαμε στο αίτημα για Επανάσταση; Πώς δηλαδή μεταβήκαμε από την εγκεφαλική παρατήρηση στη σκεπτόμενη οργή; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το εναρκτήριο "Going Backwards", μια ζοφερή προειδοποίηση ότι ξαναγράφουμε την ιστορία μας ανάποδα, σαν άβουλα όντα («we feel nothing inside») και το "Fail" με το οποίο τελειώνει το άλμπουμ («Our consciences bankrupt, we're fucked»), αποτελούν ουσιαστικά το άνοιγμα και το κλείσιμο μιας παρένθεσης που εμπεριέχει ένα σκληρό σχόλιο πάνω στην ταραγμένη επικαιρότητα. Το Spirit είναι ένας συναγερμός, προερχόμενος από ένα συνεπές και δικαιωμένο σε κάθε επίπεδο συγκρότημα, το οποίο θυμώνει για όσα μας κάνουν να βουτάμε ολοταχώς στον σκοταδισμό. Και αποτελείται από τραγούδια που δεν έχουν γραφτεί για να χορευτούν, αλλά για να ακουστούν πάνω από τις ιαχές ενός εξεγερμένου ακροατηρίου, με στίχους που κατακεραυνώνουν τις κοινωνίες της αμάθειας και όσους αγνοούν τα σήματα τα οποία προμηνύουν την παγκόσμια αλλοτρίωση.
Όμως, αν και το Spirit αποδεικνύεται κλάσεις ανώτερο από το σχεδόν απαράδεκτο Delta Machine (2013) και από το αναιμικό Sounds Of The Universe (2009), δεν είναι ακριβώς και το What’s Going On του αειθαλούς γκρουπ από το Έσσεξ.
Η συνθετική τους ατμόσφαιρα παραμένει περιεκτική και επιφυλακτική σε ξένες προσμίξεις. Και η πυκνή τραγουδιστική τους φόρμα δεν πνίγεται αυτή τη φορά στο δερμάτινο doom & gloom, καθώς τα κομμάτια μας καλούν να καβαλήσουμε το τρένο της επανάστασης. Αλλά στον πυρήνα της δημιουργίας δεν υπάρχει η μεστωμένη σκέψη πολιτικοποιημένων καλλιτεχνών, μα η οργισμένη έπαρση των μελών ενός γκρουπ που γύρισαν πωρωμένα να γράψουν τραγούδια, αφότου παρακολούθησαν καταγγελτικές ομιλίες σε κάποιο φεστιβάλ της ΚΝΕ.
Αλλού, οι Depeche Mode απευθύνονται μετωπικά στους πολιτικούς και στα πρόσωπα του δημόσιου λόγου, χαρακτηρίζοντάς τους «scum» και καλώντας σε ένοπλη αντίσταση («it’s time to pull the trigger»). Βέβαια, με έναν ψυχοπαθή Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο στις Η.Π.Α., δεν ξέρω πώς μία αντίστροφη α λα Dirty Harry ανάγνωση του τραγουδιού θα βοηθούσε την κατάσταση. «Who’s making your decisions? You and your religions? Your government, your countries, you patriotic junkies», τραγουδάει ο David Gahan στο πρώτο single "Where's The Revolution", πάνω από synths που παίζουν κάτι σαν λιπόσαρκο swamp blues. Σε αυτό, αλλά και στη macho ποζεριά του λαχανιασμένου “So Much Love” είναι που βρίσκει χώρο η ματαιόδοξη rock περσόνα του, ώστε να ανθίσει. To τραγουδιστικό του ύφος αναθερμαίνει τη σημειολογία του ασπρόμαυρου φόντου, με τις φτηνές μπότες, τις πόρνες της ερήμου και τα κρόσια.
Φυσικά, το Spirit περιέχει διαμάντια που στολίζουν κάθε επιστροφή των Βρετανών, όπως το το "No More", με το οποίο ξαναγυρνούν θριαμβευτικά στον ήχο που τους άνδρωσε και το "Move", που επαναφέρει το σέξι groove του "It’s No Good", με το bondage και τα έκφυλα φετίχ να κοσμούν την ατμόσφαιρα. Φυσικά υπάρχει και το λυτρωτικό "Cover Me", με τη φωνή του Gahan να μοιάζει ξανά με ηδονική φωλιά και με τον ντελικάτο ρυθμικό μανδύα του Martin Gore να φέρνει στο μυαλό το "Clean" από το Violator (1990) –ενδιαφέρον είναι επίσης και το μπαχάρι της Motown με το οποίο έχει πασπαλιστεί το "Poison Heart". Παραδόξως, αυτά είναι τα μη πολιτικά τραγούδια του δίσκου, στιγμιότυπα όπου ο soulful ήχος του Gore παίρνει το πάνω χέρι και οι ευέλικτες φόρμες θυμίζουν τον ιδιοφυή τρόπο με τον οποίον η μπάντα έδινε σχήμα και συναίσθημα στις ηλεκτρονικές αναπτύξεις των Kraftwerk με τα πρωτόλεια synthesizers, από την εποχή κιόλας του Broken Frame (1982).
Πελαγωμένο στο να ασκήσει την επίκαιρη πολιτική κριτική του, το Spirit είναι στην ουσία λιγότερο ενήλικο απ’ ό,τι νομίζει: είναι γεμάτο με τραγούδια διαμαρτυρίας, τα οποία θα αφυπνίσουν όμως πραγματικά μόνο τους απαίδευτους. Σε πολλά σημεία, μάλιστα, θυμίζει εκείνα τα αναίσθητα και δήθεν μονοπάτια του Exciter (2001). Ωστόσο, ακόμα κι αν δεχθείς τη λιτή ηχητική τεχνική του “Poorman” –που καταδικάζει την απάνθρωπη ανισότητα την οποία προκαλούν οι πολυεθνικές (sic)– και κάνεις τα στραβά μάτια στις αδυναμίες του “Worst Crime” (ένα δράμα κοινωνικού απολογισμού), δεν μπορείς παρά να απορήσεις και να γίνεις έξαλλος για το πώς ο Gore έχει αναλώσει το ταλέντο του σε μια διεκπεραιωτική καντάδα όπως το "Eternal".
Το Spirit διαθέτει πάντως δύο ιερά συστατικά, τα οποία απουσίαζαν από τα τελευταία δύο άλμπουμ των Depeche Mode: την αυθεντικότητα στις προθέσεις και την απουσία «κούρασης» σαν αίσθηση –credit σε αυτό πρέπει να πάει στον παραγωγό James Ford.
Ίσως τελικά να ήταν απλά μια επιλογή ύφους και αισθητικής το επαναστατικό πνεύμα για τους Depeche Mode. Ένα τρικ ανανέωσης. Ας είναι. Τα σχεδόν αλάθητα εκφραστικά μέσα αυτού του συγκροτήματος, δεν δίνουν δικαιώματα για αμφισβήτηση ήθους.
{youtube}jsCR05oKROA{/youtube}