Ήταν στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε όταν ο Bonobo (κατά κόσμον Simon Green) πέρασε οριστικά σε μία άλλη αντίληψη παραγωγής και επιλογής ήχων, με το άλμπουμ Black Sands. Τα κοφτά breaks και τα phat beats των προηγούμενων χρόνων –τηρουμένων των αναλογιών, πάντα– έδωσαν τη θέση τους σε μια πιο εξευγενισμένη, καινοτόμο και ταυτόχρονα λουστραρισμένη προσέγγιση του τρόπου με τον οποίον έχτιζε πλέον τα beats και τις μελωδίες του.
Όχι ότι ο κύριος Green ήταν ποτέ κανάς άκομψος και σκληρός τύπος. Αλλά στα πρώτα χρόνια (και στα πρώτα άλμπουμ, κατά συνέπεια) οι καλοδουλεμένες downtempo παραγωγές κοιτούσαν πολύ περισσότερο προς τα hip hop χωράφια όσον αφορά τη δομή τους, ενώ έκτοτε ο προσδιορισμός electronica κερδίζει ασυζητητί οποιαδήποτε υποθετική διαμάχη περί πατρότητας. Στα '00s, δηλαδή, πιο εύκολα αναζητούσε κανείς πιθανές συγγένειες σε μουσικούς σαν τον Amon Tobin ή τον Wagon Christ, παρά στα house και προσκείμενα στην pop λημέρια στα οποία θα κοιτάξει στις μέρες μας. Τα δε φωνητικά της Bajka, την οποία γνωρίσαμε μέσα από το Days To Come το 2006 –το καλύτερο άλμπουμ του Bonobo, κατά την άποψή μου– όσο ήπια και jazzy κι αν γίνονταν, δεν υπέπιπταν ποτέ σε ανοιχτό φλερτ με στρογγυλεμένες άκρες και εύκολους συναισθηματισμούς.
Όλα αυτά, φυσικά, δεν σημαίνουν ότι σταμάτησε να γράφει αρκετά καλή και ενδιαφέρουσα μουσική ή ότι τα άλμπουμ του δεν έχουν απήχηση στο κοινό. Αντιθέτως, η αναγνωρισιμότητά του αυξάνεται διαρκώς και, σχεδόν πάντα, κάμποσα κομμάτια από κάθε άλμπουμ αποδεικνύονται κάτι παραπάνω από άξια λόγου και ακρόασης.
Στο ολοκαίνουριο Migration, δύο ήταν οι ηθικοί αυτουργοί πίσω από το χτίσιμο του concept. Από τη μία, η αίσθηση του Bonobo ότι δεν έχει πατρίδα, μιας και μετακινείται διαρκώς (σήμερα βρίσκεται εγκατεστημένος στο Λος Άντζελες)· από την άλλη, μια κηδεία συγγενούς στο Brighton, όπου βρέθηκε με το επίσης διασκορπισμένο ανά την υφήλιο σόι του. Μέσα λοιπόν από αυτή την «εύθυμη» αφετηρία, παραλαμβάνεται η σκυτάλη ακριβώς από εκείνο το σημείο που αισθητικά είχε οριστεί από το αμέσως προηγούμενο άλμπουμ, το The North Borders του 2013.
Πιο ενδοσκοπικό, εκ των πραγμάτων πιο μελαγχολικό και με μερικές ethnic πινελιές –όπως θα έλεγαν τα παλιά τα χρόνια– το Migration είναι ένα άνισο άλμπουμ, με στιγμές που πραγματικά διαθέτουν ξεχωριστό ενδιαφέρον και άλλες που περνούν και δεν αγγίζουν.
Το α-λα-Four Tet, σχεδόν 8λεπτο “Outlier” δεν έχει συναγωνισμό· αν ο ιδιοφυής προαναφερθέντας δεν είχε χαρτογραφήσει αρκετά πιο πριν τα σχετικά χωρικά ύδατα, θα μιλούσαμε για σπουδαίο κομμάτι. Το sample πάλι από Pete Seeger στο “Grains” είναι ευφυέστατο και αποτελεί εκπληκτική βάση για να χτιστεί γύρω του η σύνθεση, ενώ για το “Second Sun” δεν υπάρχει καλύτερη λέξη για να το περιγράψεις από «όμορφο».
Στην άλλη όχθη, το “Bambro Koyo” ηχεί αρκετά τουριστικό, κάπως σαν τα σουβενίρ στο αεροδρόμιο που παίρνει κανείς για να μη γυρίσει με άδεια χέρια· η μπαλαντοειδής pop του “Surface” θα μπορούσε να βρίσκεται στα 8 από τα 10 σύγχρονα pop άλμπουμ, ενώ το “No Reason” ακούγεται σα να το έχει γράψει ο κακόγουστος ξάδερφος του Jon Hopkins. Όλα τα υπόλοιπα κομμάτια του Migration κινούνται σε εκείνο το ικανοποιητικά ευχάριστο επίπεδο το οποίο τα καθιστά αξιοπρεπή, όχι όμως και εμφατικώς αξιοπρόσεκτα.
Βγάζοντας τον μέσο όρο, για μία ακόμη φορά καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Bonobo δύσκολα θα δημιουργήσει ένα άλμπουμ που θα ταράξει για τα καλά τα νερά, ένα πόνημα από αυτά που σε αφήνουν άφωνο ή χρησιμοποιούνται ως σημεία αναφοράς. Από την αρχή της καριέρας του έχει δείξει απαράμιλλη ικανότητα στο να αφουγκράζεται το καινούριο, να προσαρμόζεται, να πειραματίζεται, αλλά δυστυχώς, ως τώρα –με εξαίρεση το Days To Come– περισσότερο θα μνημονεύεται για τη συνέπειά του, την αναμφίβολη εργατικότητα, την ηχητική ποικιλία, το μεράκι, τις ωραίες ατμόσφαιρες και πολλά άλλα θετικά, όχι όμως και για εκείνη τη σπίθα που διαχωρίζει τους ρηξικέλευθους από τους έξυπνα προσαρμοστικούς.
{youtube}ew4FWW1q200{/youtube}