Είναι πάμπολλες οι ερμηνείες που έχουν ανά καιρούς αποδοθεί στην τέχνη και στις υποδιαιρέσεις της. Πολλές μπορούν σαφέστατα να αιτιολογηθούν και να κατοχυρωθούν με αξιοπρεπή επιχειρήματα, χωρίς απαραίτητα να επισκιάζουν ή να επικαλύπτουν η μία την άλλη. Δίχως να επιμείνουμε σε μια ακριβή προσέγγιση του τι ορίζουμε ως τέχνη και ποιες οι λειτουργίες της, θα σταθούμε σε ένα πολύ συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, το οποίο φαντάζομαι λίγο-πολύ όλοι έχουμε εντοπίσει, θαυμάσει και συχνά παινέψει. Μιλώ για την ικανότητα εκείνη να αφουγκράζεται τις ελλείψεις και τα κενά αυτού που ονομάζουμε «καθημερινή ζωή» (ή απλά «πραγματικότητα») και να παρεμβαίνει εξισορροπητικά, ενίοτε προειδοποιώντας, άλλοτε δείχνοντας μονοπάτια και αρκετές φορές απλά νταντεύοντας.
Όταν για παράδειγμα στις Δυτικές κοινωνίες των μέσων της δεκαετίας του 1970 οι οικονομικές αντιθέσεις οξύνθηκαν, με αποτέλεσμα η διαδικασία μουσικής δημιουργίας να κατευθύνεται από τη μία σε όλο και πιο μαξιμαλιστικές και πολύπλοκες διαδρομές (βλ. art-rock, progressive) και από την άλλη σε ηδονοθηρικά και αστραφτερά τοπία (βλ. disco, mainstream pop), έκανε την εμφάνισή του το punk, πιο αναγκαίο από ποτέ. Στις μέρες μας, σε μια διαφορετική εποχή προφανούς όξυνσης των οικονομικοκοινωνικών αντιθέσεων, άλμπουμ σαν αυτό των Fennesz και Jim O’ Rourke είναι εξίσου punk με κάθε άλλη φορά. Και φυσικά δεν αναφέρομαι σε μια προσέγγιση παρτιτούρας ή εξωτερικής εμφάνισης.
Καθώς ο καταιγισμός πληροφοριών που δέχεται καθημερινά ο μέσος άνθρωπος είναι τέτοιος ώστε θα χρειάζονταν άπειρες ζωές για να καταγραφεί και να επεξεργαστεί ο όγκος του, δεν είναι καθόλου παράξενο ο εγκέφαλος να έχει μεγάλη ανάγκη από μία διαδικασία που θα του επιτρέπει να επικεντρώνεται και να αντιμετωπίζει επιτυχώς την πανταχού παρούσα διάσπαση. Με αυτόν τον τρόπο θα διατηρήσει ακέραιη την ομαλή του λειτουργία και θα προστατευθεί από τον ανά περίσταση κατακερματισμό.
Εδώ λοιπόν έρχονται οι δύο σπουδαίοι μουσικοί και, αγγιγμένοι από το μαγικό ραβδί της τέχνης (συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει και μεγάλη σημασία), ενώνουν τις δοκιμασμένες και υψηλά αξιολογημένες δυνάμεις τους, εντοπίζουν την κοινωνική ανάγκη και προσφέρουν ένα έργο που δίνει τη δυνατότητα στον ακροατή –αν το ακολουθήσει και του αποδώσει τη δέουσα προσοχή– να επιτύχει την τριβή με μια ηχητική εμπειρία που θα τον εκπαιδεύσει να φτάσει σε όσα προαναφέρθηκαν. Μέσα από τις υψηλές του απαιτήσεις σε διάρκεια αλλά και χαρακτήρα, το άλμπουμ σου ζητά να εστιάσεις στις συνθέσεις, να μπεις στο συνεχώς εναλλασσόμενο μονοπάτι τους και τελικά να βγεις έχοντας αποκομίσει το κέρδος της συμπόρευσης. Σαν μια ευχάριστη και δημιουργική μέθοδος εκγύμνασης του εγκεφάλου, με σκοπό να παραμένει συγκεντρωμένος σε εκείνο που επιθυμεί και ικανός να ξεσκαρτάρει την άχρηστη πληροφορία.
Με δύο συνθέσεις χαρακτηριστικά μεγάλης διάρκειας, στις οποίες συνυπάρχουν τα στρώματα μελωδίας και θορύβου που περίτεχνα ξέρει να στήνει ο Αυστριακός κιθαρίστας με τον χαμαιλεοντικό πειραματισμό του Αμερικάνου πολυπράγμονα, το It’s Hard For Me To Say I’m Sorry περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία για τα οποία αγαπήθηκαν και με τα οποία ξεχώρισαν οι O’ Rourke και Fennesz.
Στο πρώτο κομμάτι “I Just Want You To Stay” η απουσία επαναληπτικότητας αφήνει χώρο για ένα αυτοσχεδιαστικό και πολυδιάστατο ταξίδι βασισμένο στα synths, ταξινομημένο σε ανεπίσημες ενότητες, που προκύπτουν φυσικά η μία από την άλλη χωρίς να χρειάζεται αυστηρά δομημένος διαχωρισμός. Αντιθέτως, είναι η ελεύθερη ανάπτυξη που καθοδηγεί και τελικά χτίζει το αποτέλεσμα, αφού πρώτα περάσει μέσα από πληθώρα τεχνοτροπιών και συναισθημάτων.
Στο "Wouldn’t Wanna Be Swept Away”, οι Talk Talk της δεύτερης (και καλύτερης) περιόδου συναντάνε τους My Bloody Valentine, φτιάχνοντας ένα ηχητικό τείχος που θα έκανε κάθε θιασώτη του feedback να δακρύσει από συγκίνηση, καθώς το κομμάτι ξετυλίγεται καθαρτήρια και μεταμορφώνεται σε πειραγμένη, φωτεινή ambient, που τελικά θα καταλήξει πάλι στην κιθάρα του Fennesz, ώστε να ολοκληρωθεί ο κύκλος της σύνθεσης.
Είτε συνεπώς σταθούμε απλά στην κοινωνιολογική/ιαματική προσέγγιση του It’s Hard For Me To Say I’m Sorry, είτε στην καθαρά μουσική, πρόκειται για ένα θαυμάσιο άλμπουμ, αντάξιο της φήμης των Fennesz & O' Rourke· οι οποίοι –όπως πολύ εύστοχα διάβασα κάπου– «είναι αφοσιωμένοι στη δημιουργία ενός ήχου που δεν αφοσιώνεται πουθενά». Πιθανότατα (προσθέτω με τη σειρά μου), χωρίς να το ξέρουν/θέλουν, βοηθούν να αφοσιωθεί κανείς σε αυτά που χρειάζεται, αφήνοντας στην άκρη καθρεφτάκια και ψεύτικα κολιέ, τα οποία ναι μεν γυαλίζουν, αλλά δεν είναι χρυσάφι.
{youtube}pr-SFf_-DH4{/youtube}