«Όσα ειπώθηκαν». Ιντριγκαδόρικος τίτλος: σε βάζει να αναρωτηθείς ποια είναι αυτά, πότε ειπώθηκαν, από ποιον και γιατί. Ερωτήματα που απαντώνται όλα διεξοδικά στον νέο δίσκο του Νορβηγού πιανίστα και συνθέτη.

Ο Tord Gustavsen επέλεξε να διοχετεύσει εδώ τις θρησκευτικές/πνευματικές του αναζητήσεις, παντρεύοντάς τις (όχι για πρώτη φορά, ομολογουμένως) με τις μουσικές του προτιμήσεις. Έτσι, συγκέντρωσε παραδοσιακούς ύμνους της πατρίδας του αλλά και ποιήματα διαφόρων εποχών τα οποία μελοποίησε, φτιάχνοντας έναν δίσκο που πραγματεύεται το Θείο και τον Έρωτα –ή, αν θέλετε, τον Έρωτα για το Θείο.

Η πρώτη έκπληξη έρχεται από το σχήμα των συνεργατών που επέλεξε ως συνοδοιπόρους προς την επίτευξη των στόχων του. Επιστρέφοντας μετά από καιρό στη λύση του τρίο, ο Gustavsen έχει μεν κοντά του τον σταθερό ντραμίστα του Jarle Vesperstad, δίπλα του όμως τοποθετεί τώρα τη Γερμανοαφγανή βοκαλίστα Simin Tander –σχηματίζοντας έτσι ένα ιδιότυπο σχήμα, χωρίς την παρουσία μπασίστα. Η συνεισφορά των δύο αυτών προσωπικοτήτων είναι μάλιστα τέτοια, ώστε δικαίως τα ονόματά τους καταλαμβάνουν σεβαστό χώρο στο εξώφυλλο.

Η θεματολογία και το περιεχόμενο του What Was Said αποδεικνύεται ταμάμ για τον Gustavsen. Έχει άλλωστε στηρίξει όλη του την καλλιτεχνική ύπαρξη στη διακριτικότητα, στις χαμηλές εντάσεις και στην εξερεύνηση των δυνατοτήτων των ελαφροπατημάτων των δαχτύλων επί των πλήκτρων. Έτσι κι εδώ, το πιάνο του (το οποίο σε σημεία συντροφεύεται από σύνθι) ακολουθεί σκιερά μονοπάτια, ψάχνοντας το λιτό, το αέρινο μα συνάμα ουσιαστικό. Σε παράλληλη πορεία, τα κρουστά του Vesperstad απλώς υπογραμμίζουν τις πιανιστικές γραμμές, ενώ πολύ σπάνια εκδράμουν προς την ανέγερση κάποιων ξεκάθαρων ρυθμικών σχημάτων.

Εκεί όμως που το όλο υλικό αποκτά ουσιαστική σύνδεση με το κεντρικό θέμα του δίσκου, είναι ο τομέας των φωνητικών. Η Simin Tander, ερμηνεύτρια που έχει εξερευνήσει αρκετά περιπετειώδεις αυτοσχεδιαστικές πτυχές στην προσωπική της δισκογραφία, ενσωματώνεται εδώ απόλυτα με τα κελεύσματα των κομματιών, τοποθετώντας το κοντράλτο της με οικονομία και με μια ιδιαίτερα πλούσια συναισθηματική αφοσίωση, δίνοντας έτσι σάρκα και οστά στα λόγια και στις ατμόσφαιρες. Ειδικά η έναρξη του άλμπουμ με τα “Your Grief”, “I See You” και “Imagine The Fog Disappearing”, συμβάλλει τα μάλλα στην ακουστική απόλαυση και στην ομαλή είσοδο του ακροατή στα καθέκαστα, με τη φωνή της να ρέει αβίαστη, φυσική, προσωποποιώντας τα μηνύματα των τραγουδιών.

Δυστυχώς, οι εξαιρετικές πρώτες εντυπώσεις δεν διατηρούνται καθ' όλη τη διάρκεια του What Was Said. Μπορεί το διαπολιτισμικό παιχνίδι που έχει στήσει ο Gustavsen στον στιχουργικό τομέα (μεταφράζοντας τους νορβηγικούς στίχους στην pashto, τη μία εκ των δύο επίσημων γλωσσών του Αφγανιστάν, αλλά και τους στίχους των υπέροχων ποιημάτων του Πέρση μύστη Jalal al-Din Rumi στην αγγλική) να προσφέρει μεγάλη γκάμα στο τραγούδισμα της Tander, όμως η δική του μελωδική και ρυθμική έκφραση παραμένει εν πολλοίς γνωστή κι αναμενόμενη –και από ένα σημείο και μετά κάπως μονότονη, κάνοντας σποραδική τελικά την ύπαρξη πραγματικά υπερβατικών στιγμών. Για παράδειγμα, το οργανικό “Rull”, παρά την ομορφιά και τη μεστότητά του, δεν καταφέρνει να βγει από τη σκιά του τρίπτυχου Νέα Ορλεάνη/gospel/Keith Jarrett, το οποίο και το οριοθετεί.

Όχι πάντως ότι μάς πέφτει λίγος τούτος ο δίσκος. Αντίθετα, είναι μια εργασία που ξεφεύγει αρκετά από το να αφορά αποκλειστικά τον τζαζ χώρο και αποτελεί μια ιδιαίτερα καλοδουλεμένη πρόταση, με βάθος, ουσιαστική καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα και αρκετές στιγμές αληθινής υπέρβασης. Μπορεί αυτή η τελευταία να μην αποτέλεσε ίδιον του Νορβηγού στη διάρκεια της μέχρι τώρα πορείας του, όμως, όποτε την αγγίζει, το κάνει απόλυτα πειστικά.

{youtube}dZ8tbk8qtf4{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured