Χωρίς να έχω κάνει τη σχετική έρευνα, η αίσθησή μου είναι πως θα πρέπει να ψάξουμε αρκετά χρόνια πίσω για να βρούμε ένα τζαζ άλμπουμ στο top-10 των βρετανικών charts.
Αρκετά πιο πίσω από το 2014, δηλαδή, χρονιά κατά την οποία το Liquid Spirit του Gregory Porter κατέγραψε μια τέτοια επίδοση, χαρίζοντας στον Καλιφορνέζο τραγουδιστή την καταξίωση (ο δίσκος κέρδισε το Grammy στην κατηγορία Best Jazz Vocal), αλλά και την αναγνώριση ενός ευρύτερου της τζαζ ακροατηρίου. Ως προς το τελευταίο, αρκεί νομίζω να αναφέρουμε ότι ο Porter συνεργάστηκε πέρσι και με το επιτυχημένο εμπορικά ηλεκτρονικό ντούο των Disclosure, στο τραγούδι “Holding On” –μία διαφορετική βερσιόν του οποίου ανοίγει και τον παρόντα δίσκο.
Βέβαια ήδη από τα πρώτα του 2 άλμπουμ στο ανεξάρτητο label της Motéma, τα Water (2010) και Be Good (2012), είχε επισημανθεί εγκαίρως η τραγουδιστική επάρκεια του Porter ως προς την ικανότητά του να ενσωματώνει την τζαζ, τη γκόσπελ και τη σόουλ παράδοση, χωρίς να χάνει επαφή με την κανονικότητα της σύγχρονης βοκαλιστικής τζαζ. Αναφέρω τη λέξη «κανονικότητα», γιατί προφανώς οι στοχεύσεις του ποτέ δεν έτειναν (ούτε και τείνουν) προς οποιαδήποτε έννοια του πειραματισμού. Και ίσως αυτή του η προσπάθεια να εκφράσει περισσότερο το οικείο παρά το ανοίκειο, να είναι εκείνη που βάζει και τα όρια της όλης προσέγγισης: όταν όλα τριγύρω μοιάζουν –και εν πολλοίς είναι– γνώριμα, τα περιθώρια για να βρεθεί κάτι που θα προκαλέσει την έκπληξη του ακροατή και την αναταραχή των βεβαιοτήτων του, δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένα.
Ζητούμενο, ωστόσο, δεν είναι μόνο το τι εκφραστικά μέσα χρησιμοποιεί κανείς, αλλά και το τι κάνει με δαύτα. Και ο Porter αποδεικνύει (ξανά) πως, πράγματι, είναι ένας εμπνευσμένος ερμηνευτής. Η φωνή του ηχεί πλήρης και ακριβής στις συναισθηματικές της διατυπώσεις, ενώ πατάει με σιγουριά στις παραδόσεις που αναφέραμε παραπάνω, όντας αρκετά σωματώδης, αλλά και εξίσου ντελικάτη (1). Και ως συνθέτης, όμως, ο Porter είναι αρκετά αξιόλογος, γνωρίζοντας πώς να ξεχωρίσει το οικείο από το τετριμμένο.
Το Take Me Τo Τhe Alley είναι επομένως ό,τι «πρέπει» να είναι. Ένας δίσκος καλοζυγισμένος, χωρίς γωνίες ώστε να μην κλωτσάει σε κανένα αυτί, αλλά και με μία κάποια τσαχπινιά, αρκετή για να ξεκολλάει από τα μέλια στις στιγμές που όντως το παρακάνει (παράδειγμα γι' αυτό, το εξαιρετικό κατά τ’ άλλα “Consequence Οf Love”). Όπως αναμενόταν, ο Porter εστιάζει στις ρομαντικές μπαλάντες, καταφέρνει όμως και εγγράφει μέσα τους ένα μπρίο, το οποίο πολλές φορές λείπει από παρόμοιες απόπειρες στο πεδίο της τραγουδιστικής τζαζ. Ακούστε π.χ. τα αβαρή ρυθμικά με τα οποία συνοδεύει το σόλο της τρομπέτας στην εκδοχή του “Holding On” που ανοίγει τον δίσκο, το σχετικά γεμάτο γκρουβ του “French African Queen” που τον ολοκληρώνει, τους παιχνιδιάρικους ρυθμικούς τονισμούς του “Daydream” που του χαρίζουν την αίσθηση της κίνησης ή τις δοκιμές πάνω στη bop φόρμα του “Fan Τhe Flames”.
Εν συνόλω, το Take Me Τo Τhe Alley μοιάζει ικανό να ανταποκριθεί στην παρακαταθήκη που άφησε το Liquid Spirit, τόσο από άποψη καλλιτεχνικής διορατικότητας, όσο και από εκείνη της διευρυμένης απήχησης την οποία δημιούργησε. Προσωπικά, βέβαια, θεωρώ πως λίγες αιχμές στον ήχο θα μπορούσαν να είχαν μείνει –όχι για να γίνει πιο δύστροπος ή λιγότερο mainstream, αλλά για να δώσει στον ρομαντισμό του μια πιο ενεργητική συμπεριφορά. Παρόλα αυτά η ζεστασιά του ήχου του Porter (η οποία βέβαια ξεκινάει από τη φωνή του) είναι πράγματι ζηλευτή.
Σημειώσεις:
(1) Με τα ίδια επίθετα, σωματώδες και ντελικάτο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και το γενικό παρουσιαστικό του Porter, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, προτού γίνει τραγουδιστής, είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως φέρελπις αθλητής του αμερικανικού φούτμπολ –κάτι που φτιάχνει μια ενδιαφέρουσα αντίθεση με το ευγενές και τη γλυκύτητα του μουσικού του χαρακτήρα.
{youtube}yDQx_-hBVe8{/youtube}