Μέσα από τις 7 μέχρι στιγμής κυκλοφορίες του, ο Cass McCombs έχει υποδυθεί πολλούς ρόλους. Έχει υπάρξει πολιτικοκοινωνικά σαρκαστικός indie folk τροβαδούρος (PREfection, 2005), έχει περάσει τη φάση που οτιδήποτε υπέγραφε ήθελε να εκπέμπει ψυχεδελικά vibes (Catacombs, 2009), έχει γράψει έναν από τους πιο θλιμμένους δίσκους της δεκαετίας –άσχετα αν ο ίδιος τον χαρακτηρίζει χαρούμενο– (Wit’s End, 2011) και έχει επιχειρήσει να συμπυκνώσει ολόκληρο τον αμερικανικό Νότο σε μία πλούσια συλλογή κομματιών (Big Wheel And Others, 2013). Το Mangy Love, τώρα, είναι μία προσπάθεια απάντησης στο εξής ερώτημα: «Πώς θα ακουγόταν ένας AOR δίσκος γραμμένος σήμερα, αλλά υποθετικά ηχογραφημένος στα 1980s»;
Πριν όμως ακούσει κανείς προσεχτικά, θα πρέπει να έχει στο μυαλό του ότι ο Καλιφορνέζος τραγουδοποιός δεν γράφει τα κομμάτια του με τον τυπικό τρόπο με τον οποίον το πράττει ένας «νορμάλ» singer/songwriter. Κάθε δουλειά του McCombs απαιτεί πολλαπλές αναγνώσεις και χωράει πολλές ερμηνείες. Οι διφορούμενοι στίχοι, τα επιτηδευμένα κλισέ φωνητικά και η έμφυτη ειρωνεία στον πυρήνα πολλών κομματιών, σε κάνουν να αμφιβάλλεις για την κάθε πρόθεση και κίνησή του. Δεν είναι ποτέ σαφές, δηλαδή, αν ένα συμβατικά όμορφο, ερωτικό τραγούδι είναι όντως τέτοιο και όχι ένα υπόγειο μήνυμα μίσους στην κυβέρνηση. Ή αν μια τυπική alt.country σύνθεση αποτελεί φόρο τιμής σε ήρωές του ή κρυμμένη σπόντα για την εμμονή πολλών με τη συγκεκριμένη μουσική σχολή.
Και αν στις προηγούμενες προσπάθειές του το παραπάνω γεγονός δεν ήταν οφθαλμοφανές, στο Mangy Love μας δουλεύει κανονικότατα και το ευχαριστιόμαστε με την ψυχή μας. Οι παιδιάστικοι πολιτικοί στίχοι, τα κομμάτια παρωδίες, τα όπως-να-'ναι φαλτσέτα και η κιτς 1980s αισθητική της παραγωγής συνθέτουν ένα σύνολο το οποίο βγάζει νόημα μόνο αν ο ακροατής αποδεχτεί τη χιουμοριστική του διάθεση. Το “Rancid Girl” λ.χ. είναι ένα από τα πιο σατιρικά, macho rock 'n' roll κομμάτια που θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ. Η γραφική πάλι reggae/world ρυθμολογία του “Run Sister Run” ηχεί στα αυτιά μου το ίδιο αστεία. Μένοντας δε στο 2ο μισό του άλμπουμ, τα “Cry”, “In A Chinese Alley” και “Switch” μοιάζουν με το πώς θα ακουγόταν μία συνεργασία μεταξύ των ...Asia και των INXS. Και δεν σταματάει εδώ η παράσταση: το “I’m Α Shoe” στο φινάλε είναι το κομμάτι που έχει γράψει δεκάδες ακόμη φορές ο Cass McCombs, με τη διαφορά ότι εδώ (επιτηδευμένα) δεν οδηγεί πουθενά.
Όχι ότι δεν υπάρχουν στιγμές ειλικρινής ομορφιάς στο άλμπουμ. Ακόμη κι αυτές, όμως, δεν συγκροτούν έναν πραγματικά δυνατό κορμό τραγουδιών. Όλες μάλιστα βρίσκονται στο 1ο μισό του: το εναρκτήριο “Bum Bum Bum” αποπνέει την ίδια αίσθηση ελευθερίας όπως άλλες, παλαιότερες συνθέσεις του Αμερικανού, η ψυχεδελική soft rock στόφα του “Medusa’s Outhouse” και η συνθετική ευφυΐα του “Low Flying Bird” φέρουν επίσης ξεκάθαρα το χαρακτηριστικό αποτύπωμα του δημιουργού τους. Κανένα τους όμως δεν ξεπερνάει το single-συνεργασία με την Angel Olsen, “Opposite House”: ένα τραγούδι που βιώνεται σαν ένα από εκείνα τα όνειρα τα οποία απομένουν μισοτελειωμένα προτού ξυπνήσουμε, αφήνοντας την πιο περίεργα αληθινή αίσθηση.
Εν τέλει, το Mangy Love θα το θυμόμαστε ως έναν δίσκο που ο Cass McCombs έγραψε κυρίως για τον εαυτό του και όχι για τους ακροατές του: είναι μία ακόμα προσπάθεια να εξορκίσει τις δικές του ανασφάλειες και φόβους μέσα από τη γελοιοποίησή τους. Πάντα έβαζε άλλωστε σε δεύτερη μοίρα τη συναισθηματική σύνδεση με το κοινό του, ώστε να πετύχει τη συναισθηματική σύνδεση με τον ίδιο του τον εαυτό. Όταν τα καταφέρει, ίσως γράψει τον σπουδαίο δίσκο που έχει μέσα του. Μέχρι τότε, όμως, κάθε κομμάτι του από εδώ και πέρα, θα αντανακλά κι ένα χαμένο potential.
{youtube}qR6l9UOpM2w{/youtube}