«Ύμνοι». ΟΚ. Αλλά ύμνοι σε ποιον/τι; Και γιατί;
Όχι πάντως σε κάποιον θεό, μας ξεκαθαρίζει ο Kele Okereke, καθότι ο ίδιος δεν είναι θρήσκος. Απλώς, με αφορμή μια σχετική διάλεξη που παρακολούθησε, ο Βρετανός μουσικός μπήκε στη διαδικασία να σκεφτεί πώς θα ακουγόταν ένα σύνολο τραγουδιών, τα οποία θα καταπιάνονταν με θέματα και πράγματα που ο ίδιος θεωρεί «ιερά». Και εγένετο έτσι το 5ο άλμπουμ των Bloc Party.
Αφού ρίξω τη σπόντα μου, ότι δηλαδή οι ίδιοι οι στίχοι του Hymns μάλλον αναιρούν όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας τους, προχωρώ στο παρασύνθημα. Ο Okereke, λοιπόν, επαναφέρει τους Bloc Party έπειτα από αρκετό καιρό, έχοντας στο μεταξύ καταπιαστεί και με τη δική του σόλο πορεία. Η οποία μοιάζει να εκβάλλει και στο Hymns, με την έννοια ότι όσα ακούμε σε αυτό απηχούν τη φιλοσοφία, τον ήχο και τη διάθεση όσων κατέθεσε, υπό το όνομά του, στα άλμπουμ The Boxer (2010) και Trick (2014). Εν ολίγοις, η μπάντα του ακούγεται ψιλοαγνώριστη, ρέποντας έντονα προς μια συνθετική ποπ με ολίγη από κιθάρες, η οποία βρίσκεται αρκετά μακριά από όσα την ανέδειξαν κάποτε σε ελπίδα της βρετανικής σκηνής.
Η αλλαγή ηχητικής κατεύθυνσης –η εμβάθυνση, καλύτερα, της αλλαγής, καθότι πρώιμα στάδιά της παρακολουθήσαμε και σε προηγούμενους δίσκους– ίσως να ήταν εν μέρει επιβεβλημένη, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι Bloc Party εμφανίζονται εδώ με διαφοροποιημένη σύνθεση: ο ντράμερ Matt Tong και ο μπασίστας Gordon Moakes αποχώρησαν και αντικαταστάθηκαν από τη Louise Bartle και τον Justin Harris, αντίστοιχα. Είναι άστοχο πάντως να πέσει το φταίξιμο για την αποτυχία τούτου του άλμπουμ (γιατί περί αποτυχίας πρόκειται) στα νέα μέλη του συγκροτήματος, από τη στιγμή που αυτά δεν πρόλαβαν να συμμετάσχουν στις ηχογραφήσεις. Οπότε επιστρέφουμε στον μπροστάρη και του αποδίδουμε τα πάντα: καλά και κακά.
Το πρόβλημα με το Hymns είναι, νομίζω, η χλιαρότητά του. Η οποία ούτε να σιχτιρίσεις σου επιτρέπει, ούτε και να υπερθεματίσεις. Κατά την ακρόαση, περισσότερο πιάνεσαι από κάποια ρεφρέν, από ορισμένες λειτουργικές ενορχηστρωτικές ιδέες κι από μερικές στιγμές όπου η φωνή του Okereke αγγίζει συναισθηματικές κορυφώσεις. Στο τέλος, πάντως, μένεις με μια αμφιθυμία: ούτε να κλείσεις αψήφιστα τον δίσκο στο χρονοντούλαπο μπορείς, ούτε να βρεις δυο λέξεις ελπίδας (ή έστω παρηγοριάς) καταφέρνεις. Μόνο αναρωτιέσαι πού πήγε εκείνη η συνθετική φλέβα, η όλο θυμό και κριτική διάθεση για τον περίγυρό της. Γιατί, τούτη τη συμπαθητική αλλά συγκαταβατική φωνή, που αναλίσκεται στο κάπως γενικό, στο μη συγκεκριμένο, τι να την κάνεις αλήθεια;
Δεν τερματίζει λοιπόν το Hymns την κατιούσα πορεία που ακολουθεί η δισκογραφία των Bloc Party, έπειτα από το πολύ καλό Silent Alarm που μας τους σύστησε το 2005, αλλά μάλλον τη συνεχίζει –ή έστω την επιβεβαιώνει. Κι αυτή η διαπίστωση είναι μόλις ένα κλικ ηπιότερη μιας άλλης: ότι οι πιθανότητες να δούμε το συγκρότημα να πιάνει ξανά τα επίπεδα απόδοσης εκείνου του πρώτου δίσκου μοιάζουν πια να συρρικνώνονται επικίνδυνα και να γίνονται απειροελάχιστες.
{youtube}Ta2g5AcA4aU{/youtube}